Η ομηρική «ταμίη»

Όμηρος, Οδυσσέας, Τηλέμαχος, Πύλος, Νέστορας, δούλες, δμώες, ταμίη, παλάτια

Το κλειδί με το οποίο άνοιγαν οι αίθουσες, όπου φυλάσσονταν  οι θησαυροί του ομηρικού οίκου ήταν στην ευθύνη του βασιλιά και της βασίλισσας.  Στα υπόγεια του αρχοντικού, σε καλά προφυλαγμένες αίθουσες, συσσωρεύονταν τρόφιμα, πολύτιμα μέταλλα και ωραία υφαντά, δώρα φιλοξενίας ή λάφυρα από πολεμικές επιχειρήσεις ή πειρατικές επιδρομές. Εκτός όμως από τη βασίλισσα υπήρχε μια ακόμη γυναίκα στο παλάτι έμπιστη τόσο, ώστε να γνωρίζει για την περιουσία του οίκου όσα και η κυρία της. Καμιά φορά και περισσότερα.  Αυτή ήταν η ταμίη.

 

Αυτή η “ειδικότητα” είναι κάτι σαν επιστάτισσα του αρχοντικού και οικονόμος.  Βρίσκεται  σχεδόν πάντοτε σε πολύ στενή σχέση με τα αφεντικά της αναφορικά με το άλλο προσωπικό του παλατιού, γιατί και η δουλειά της είναι πιο έμπιστη.  Ας μη μας διαφεύγει πως επιστατεί και προσέχει τα αγαθά του οίκου. Επίσης επιστατεί και ελέγχει και τις άλλες δούλες του παλατιού,, να κάνουν τη δουλειά τους σωστά και κυρίως να μη σπαταλούν την περιουσία του οίκου. Όποιες παρέβαιναν τις εντολές της, αντιμετώπιζαν τιμωρία.  Σε όλα τα παλάτια που μας ταξίδεψε ο ποιητής συναντάμε το πρόσωπο αυτό, “την ταμίην”, με ανάλογες αρμοδιότητες. Ας θυμηθούμε. Στο παλάτι της Πύλου, το κρασί που κέρασε ο βασιλιάς Νέστορας τον Τηλέμαχο, το γιο του Οδυσσέα,  ήταν φυλαγμένο για δέκα χρόνια. Και το άνοιξε για χάρη των φιλοξενουμένων η “ταμίη” τον ενδέκατο χρόνο .

Ο Οδυσσέας επίσης εξιστορώντας τις περιπλανήσεις του μας παρέχει τη χαρακτηριστική πληροφορία ότι ο Μάρωνας του Ευάνθη ο γιος, ο λειτουργός – ιερέας του Φοίβου, ανάμεσα στα άλλα δώρα που πρόσφερε στο βασιλιά της Ιθάκης ήταν και δώδεκα στάμνες εκλεκτό κρασί, την ύπαρξη του οποίου γνώριζαν αυτός, η γυναίκα του και μια μόνη “ταμίη” .

“… πιοτό θεϊκό, που μεσ ‘ στο σπίτι

σκλάβα καμία δεν το ξερε μήτε άλλη παρακόρη

εξόν αυτός, το ταίρι του και μια επιστάτρα μόνη”

Την «ειδικότητα» της ταμίης τη συναντάμε κυρίως στην Οδύσσεια. Ανήκει, όπως είπαμε, στο δουλικό προσωπικό, εκτελεί εντολές και στο παλάτι ως οικοδέσποινα εκπροσωπεί τη βασίλισσα στα συμπόσια των ανδρών, στα οποία οι γυναίκες δεν συμμετείχαν. Η ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη όμως που έχουν κερδίσει δεν τις εμποδίζει να συμμετέχουν σε όλες τις δουλειές που πρέπει να γίνουν στο πλουσιόσπιτο. Όχι βέβαια τις πολύ επίμοχθες, τις οποίες ανελάμβαναν κυρίως οι άνδρες και σπανιότερα οι δμώες, δηλαδή το κατώτερο δουλικό προσωπικό. Κάθε φορά που στρώνεται τραπέζι για φαγοπότι, εικόνα συνηθισμένη στην Οδύσσεια, σταθερά επαναλαμβάνεται :

“Ψωμιά τους έφερε έπειτα κι η σεβαστή οικονόμα

κι άλλα προσφάγια πληθερά, μετά χαράς ό, τι είχε”.

Στο παλάτι της Iθάκης υπάρχουν δύο γυναίκες που έχουν αυτή την ιδιότητα. Μια νεότερη, η Ευρυνόμη, και μια γεροντότερη, η Ευρύκλεια. Για την Ευρυνόμη ο ποιητής δεν μας δίνει τόσες πληροφορίες, όσες για την Ευρύκλεια. Καθώς φαίνεται η Ευρύκλεια πρωταγωνιστεί σ’ αυτόν τον τομέα και οι σχέσεις της με τα πρόσωπα του παλατιού λόγω της πολύχρονης αφοσίωσης αγγίζουν τα όρια της αιματοσυγγένειας. Εικάζουμε ότι η Ευρυνόμη θα είναι η διάδοχος και θα περιμένει τη σειρά της. Διακριτικά μόνο αφήνει ο ποιητής της Οδύσσειας να διαφανεί το ενδιαφέρον της εκκολαπτόμενης Ταμίης για την Πηνελόπη, όταν τη συμβουλεύει με το θάρρος της καθημερινής συναναστροφής να περιποιηθεί τον εαυτό της, προτού εμφανιστεί μπροστά στους μνηστήρες . Το βέβαιο είναι ότι η Ευρυνόμη είναι ακόμη στο στάδιο της «μαθητείας», διδάσκεται το ρόλο της στο παλάτι από την Ευρύκλεια και θα τη διαδεχτεί, όταν η τελευταία δεν θα μπορεί πια λόγω ηλικίας να προσφέρει τις υπηρεσίες της ή θα έχει πεθάνει.

Ούτως ή άλλως όμως στα ομηρικά παλάτια πάντα υπάρχουν γυναίκες πρόθυμες να αναλάβουν κάποιον υπεύθυνο ρόλο, αρκεί να τους ζητηθεί. Διότι γνωρίζουν καλά. Από τη στιγμή που βρέθηκαν στο παλάτι κάποιου άρχοντα είτε φερμένες  αιχμάλωτες είτε εκεί γεννημένες ανήκαν πια εκεί, δεν μπορούσαν να ξεφύγουν με τίποτα.  Μέσα στους τοίχους του παλατιού ήταν προφυλαγμένες και δεν μπορούσαν να πάθουν χειρότερο κακό από ό,τι τις είχε βρει. Έξω όμως από την αυλόπορτα του οίκου τις περίμενε ο χειρότερος θάνατος.