Κ. Π. Καβάφη, Ο βασιλεύς Δημήτριος

Πηγή:

Ὥσπερ οὐ βασιλεύς, ἀλλ’ ὑποκριτής, μεταμφιέννυται χλαμύδα φαιάν ἀντί τῆς τραγικῆς ἐκείνης, καὶ διαλαθὼν ὑπεχώρησεν. Πλουτάρχου, Βίος Δημητρίου.

Το ποίημα.

Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες

κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο

ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην

είχε ψυχή) καθόλου –έτσι είπαν-

δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε

κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,

και τα ποδήματά του πέταξε

τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά

ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.

Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός

που όταν η παράστασις τελειώσει,

αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.

Το ποίημα αυτό του Καβάφη γράφτηκε το 1906 και είναι ιστορικό. Το πρόσωπο και τα γεγονότα καταγράφονται στην ιστορία των ελληνιστικών χρόνων, καθώς και οι ενέργειες των πρωταγωνιστών. Το μήνυμα του ποιήματος είναι σαφέστατο στην ειρωνεία (μεγάλην είχε ψυχή…), για τον Δημήτριο.

Ο βασιλεύς όμως πρέπει να είναι πρώτα βασιλεύς και έπειτα μεγαλόψυχος.

Άνδρα αρχή δείκνυσι.

Ας δούμε όμως πρώτα τί «δείκνυσι» η ιστορία.

Πρόκειται για το Δημήτριο, γιο του Αντίγονου του Μονόφθαλμου, διαδόχου του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κυρίρχου περιοχής της Ασίας, που εκτείνονταν από τον Ελλήσποντο ως τον Ινδό ποταμό. Τον πολυαγαπημένο γιο του Δημήτριο ο Αντίγονος έριξε στο πολεμικό και πολιτικό προσκήνιο το 307 π. Χ. Η ιστορία εκθέτει επαρκώς τις μάχες, τις νίκες και τις ήττες του Δημητρίου, για τις οποίες έλαβε το προσωνύμιο Πολιορκητής και τόσο στην Αθήνα όσο και στην Κύπρο λατρεύτηκε ως θεός. Οι πηγές δεν τον αναγνωρίζουν μόνο ως ικανό στρατιωτικό, αλλά και μεγάλο γυναικά και επιρρεπή προς τις ασωτίες.  Εξαιτίας ακριβώς αυτών των αδυναμιών του εγκατέλειψε το θρόνο και πέθανε από βίο άσωτο.

Ας έρθουμε τώρα στην περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορία και ας θυμηθούμε τα λόγια και τη στάση  της λαϊκής γυναίκας του ιπποδρόμου Θεοδώρας, η οποία έγινε σύζυγος του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Όταν ξέσπασε η στάση του ‘Νίκα’ το 532 μ.Χ. ο Ιουστινιανός  ήταν  έτοιμος να το βάλει στα πόδια μπροστά στην οργή του λαού, σαν δειλό ανθρωπάκι, που εγκαταλείπει τη μάχη, προτού καν τη δώσει. Τότε  η Θεοδώρα, όπως η σπαρτιάτισσα μάνα και σύζυγος  άντρα πολεμιστή,  με τρόπο λακωνικό του υπενθύμισε τη θέση και το χρέος του:  «Καλόν εντάφιον η βασιλεία».   Αν είναι να πεθάνεις, ας πεθάνεις σαν βασιλιάς.

Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε. Ο Ιουστινιανός έμεινε, έδωσε τη μάχη, νίκησε και κέρδισε τις εντυπώσεις της ιστορίας.

Τον Ιουστινιανό έσωσε μια γυναίκα του λαού.

Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, ο οποίος, όπως λέει ο ιστορικός πεζά και ο Καβάφης ποιητικά, αντί να διεκδικήσει το θρόνο του,

…έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,

και τα ποδήματά του πέταξε

τα ολοπόρφυρα…

Η χρυσοκέντητη ενδυμασία και τα κατακόκκινα υποδήματα δείχνουν το βασιλιά. Αλλά ό,τι καταξιώνει τον αρχηγό κράτους και λαού είναι οι σκέψεις και οι πράξεις, όχι τα ενδύματα και τα υποδήματα. Ως αποδείχθηκε όμως για τον  Δημήτριο το βασιλικό αξίωμα δεν ήταν στάση ζωής. Στην πρώτη αντίσταση που βρήκε εξαφανίστηκε, όπως ο ηθοποιός, ο οποίος αλλάζει φορεσιά και φεύγει μετά την παράσταση. Έπαιξε το βασιλιά, όσο τα πράγματα ήταν βολικά γι αυτόν. Μόλις δυσκόλεψαν, αντί να δώσει τη μάχη του ως όφειλε σαν ηγέτης, φέρθηκε σαν ένας κοινός θνητός. «Ξέφυγε», λέει ο ποιητής, νικήθηκε χωρίς να πολεμήσει, λέμε εμείς πάλι με τα λόγια του ποιητή. Η αλήθεια πάντως είναι πως τον  Πολιορκητή κατέστρεψε η ροπή του προς τον έκλυτο βίο και μια Αθηναία εταίρα, η Λάμια, με την οποία έπαιζε ερωτικά παιχνίδια ακόμη και στον Παρθενώνα, κάτω από το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Αντίθετα τον Ιουστινιανό έσωσε μια κωνσταντινουπολίτισσα πόρνη του ιπποδρόμου, που  ανέλπιστα γι αυτήν φόρεσε την πορφύρα και την τίμησε, σαν να ήταν γεννημένη μέσα σε αυτήν.

Τελικά δεν είναι όλοι οι πορφυρογέννητοι άξιοι για την πορφύρα.

Ο λαός το δηλώνει με μεγαλύτερη σαφήνεια: «Τα μεταξωτά βρακιά χρειάζονται κι επιδέξιους…»

Σχολιάστε