Ο τρελός

Ρώμος Φιλύρας, τρελός, Άκης Πάνου, ορθολογισμός, όραμα, λογική, μηδέν άγαν, πραγματικότητα

Όπως ανέφερα και στο προηγούμενο άρθρο μου, ο Ρώμος Φιλύρας προτίμησε να παραμείνει στο Ψυχιατρείο και να τελειώσει τη ζωή του εκεί, παρά να ξαναζήσει ως λογικός την παράνοια του λογικού κόσμου. Στην «απολογία» του προς τους γιατρούς του Δρομοκαϊτειου αναφερόταν στον παραλογισμός των λογικών   και  αποκαλούσε τέφρινη πραγματικότητα τη ζωή στη λογικότητα. Θεωρούσε τη ζωή έξω από το Ψυχιατρείο  την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής, που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. Και υποστήριζε ότι η λογική διώχνει το όραμα.

Και εγώ, ένας απλός και λογικός άνθρωπος της εποχής, συμφωνώ ότι ο ορθολογισμός, με τις διαστάσεις που έχει λάβει στις μέρες μας, σκοτώνει το όραμα, στραγγαλίζει τη φαντασία, πνίγει τη διαίσθηση,  καταρρακώνει τον αυθορμητισμό, στραγγίζει τη δροσιά της ψυχής, στεγνώνει και ξηραίνει το λιβάδι της ζωής. Οι αρχαίοι μας πίστευαν στον ορθό λόγο, αυτόν όμως που προάγει τη γνώση, βελτιώνει τη ζωή και δίνει ελπίδα στους ανθρώπους. Γιατί και ο ορθολογισμός δεν είναι θεότητα για προσκύνημα και λατρεία. Γιατί και ο ορθολογισμός υπόκειται στο μέτρο (Μηδέν άγαν).  Ο σύγχρονος ορθολογισμός έχει καταντήσει μαστίγιο, που τσακίζει όνειρα, ελπίδες, χαρές και λύπες, κάθε συναίσθημα. Ο σύγχρονος ορθολογισμός σκοτώνει τον ορθό λόγο.

Δίκαια λοιπόν, κάτω από τις υφιστάμενες συνθήκες, ο Ρώμος Φιλύρας προτιμούσε την παρέα των τρελών από τη συνάφεια των λογικών.   Όταν ένας άνθρωπος αρνείται τη λογική, όταν παρακαλά να τον γιατρέψουν από αυτήν, όσο αντιφατικό κι αν είναι το αίτημά του, δεν είναι  «τρελός»,  απλά είναι ένας άνθρωπος που ζει μέσα στη δική του λογικότητα.

Ας θυμηθούμε και ας τραγουδήσουμε ένα σχετικό λαϊκό τραγούδι σε στίχους και μουσική του Άκη Πάνου, που πρωτοερμήνευσε ο Δημήτρης Μητσιάς, που νομίζω ότι ταιριάζει στην περίσταση.

Άσ’ τον τρελό στην τρέλα του
και μην τον συνεφέρεις.
Τι κρύβει μέσα το μυαλό
ενός τρελού δεν ξέρεις.

Μπορεί να βρει στην τρέλα του
αυτά που ‘χει ποθήσει
και που δεν αξιώθηκε
να δει και ν’ αποκτήσει.

Βρε, άσ’ τον τρελό στην τρέλα του,
άσ’ τονε στο όνειρό του.
Τον κόσμο αυτό σιχάθηκε
κι έφτιαξε ένα δικό του.

Αυτοί οι στίχοι δεν φέρνουν πιο κοντά μας τον Ρώμο Φιλύρα και άλλους που υποστήριζαν τα ίδια, αλλά δεν έτυχε να τους γνωρίσουμε; Αυτοί οι στίχοι δεν μας φέρνουν πιο κοντά στην τρομερή αλήθεια και την στείρα πραγματικότητα;

Ρώμος Φιλύρας

Ρώμος Φιλύρας, Δρομοκαΐτειο, Καθημερινή, τρέλα, λογική, γιατροί , Τραγική Νύχτα, Στον Άδη, Ποιητής

Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Β. Οικονομόπουλος. Γεννήθηκε στο Δερβένι Κορινθίας το 1888 και πέθανε στο Δρομοκαΐτειο, στις 9 Σεπτέμβρη 1942. Μορφώθηκε κατ’ οίκον από τον πατέρα του, που ήταν εκπαιδευτικός και όταν έγινε 14 ετών εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου εργάστηκε σε αθηναϊκές εφημερίδες. Είχε πολύ δύσκολη ζωή γεμάτη   περιπέτειες και ταλαιπωρίες. Αλλά το άποκορύφωμα  ήταν όταν συνεπεία αφροδισιακού νοσήματος, το 1920, πέρασε τα σύνορα της ουτοπίας και του δράματος, για να υποκύψει στη τρέλα. Το 1927 κλείστηκε στο Ψυχιατρείο, όπου δε σταμάτησε να γράφει, άλλοτε καλά κι άλλοτε αλλοπρόσαλλα, ποιήματα σε χαρτί του ψυχιατρείου, τα οποία χάριζε αφειδώς στους επισκέπτες, ως το θάνατό του.

Το 1929 δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή το εξής  από μια παράσταση βασισμένη σε αυτοβιογραφικά κείμενα από τον Ηλία Μαγκλίνη. Στο απόσπασμα φαίνεται πως μιλά ο ίδιος ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας.

«Θέλουν να σας κάνουν καλά.  Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά. […] Μα τι θα βάλετε στη θέση του οράματος εσείς οι λογικοί; […] Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική». Αυτά έγραφε ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας μέσα από το Δρομοκαΐτειο. Εκεί πέρασε δεκαπέντε χρόνια από τη ζωή του, από το 1927 έως το 1942 – εκεί τελείωσε τις μέρες του, έχοντας τη μοίρα του Βιζυηνού και του Μητσάκη. Ένας άνθρωπος που παρακαλάει να τον γιατρέψουν από τη λογική, όσο αντιφατικό κι αν είναι το αίτημά του, δεν είναι έτσι απλά «τρελός» μα ένας πάσχων που βρίσκεται παράλληλα μέσα και έξω από την ασθένειά του.

Ας τον γνωρίσουμε καλύτερα και μέσα από κάποια ποιήματά του.

Τραγική Νύχτα

Απόψε στις κιθάρες τους τα Πνεύματα
θα μέλπουνε κρυφούς ρυθμούς και τρόμους
και στο ρυθμό του χαλαζιού θα σέρνουνε
μαύρους χορούς οι καταχνιές στους δρόμους.

Οι αγέρηδες μανιάζοντας θα στήνουνε
τις σκήτες τους στ’ αφρόλουστα ακρογιάλια,
των λουλουδιών τα ταίρια θα χωρίζουνε,
μα και θα ορμούν, θα οργώνουν τα κανάλια.

Απόψε η νύχτα σκιάχτρο στις ψυχούλες μας
και χάροντας απάνου από τη κλίνη…
Οι καταχνιές, που υφαίνουν το τρισκόταδο,
θα’ ρθουν να σαβανώσουν τη Σελήνη…
Στον ‘Αδη

Μια μέρα θα μισέψουμε στα σκότη
κι αν δεν το ήπιαμε όλο το ποτήρι.
Κι αν δεν εμείναμε σε θεία αγνότη,
το κορμί μας στον τάφο θ’ απογείρει.

Στερνή αγάπη θε να μοιάζει πρώτη,
τόση λαχτάρα μες στο πανηγύρι
της ζωής μας ανάρπαζε κι η νιότη
μας φούντωνε του αίματος τη πύρη.

Οι κοπέλες μονάχα θα εικονίζουν
κάθε χαρά που πέρασε και πάει
και θα στέκουν εμπρός μας σε παράτα.

Κι ούτε κι ο νους θα ξέρει όταν θα σχίζουν,
σαν άγγελοι των ουρανών τα χάη,
ποια πιο πολύ μας χρύσωνε τα νιάτα.
Ποιητής

Είχα πέσει σε βύθος, είχα πάντα τη μαύρη
κι ολοπέλπιδη νύστα του βραχνά καταλύτη…
μες στο κάμα του θέρους, τη θλιμμένη και λαύρη
ποθοθάνατη ‘νείρια του οράματος νήτη.
Έχω λήθαργου μοίρα κι είχα παραμελήσει
χρόνια. Κι όμως ο στίχος, ο ρυθμός δεν ελείπαν.

Είχα ανέβει εκεί που ‘ναι μόναχα η βρύση…
κι η επιστήμη, αν δεν είχα, δεν θ’ ανέβαινα -είπαν.
Επειδή κι είχα χάσει το ρέγουλο, είμαι
ο εμπνευσμένος ονείρων και κόσμων προφήτης,
ο πηγαίος ποιητής που στο σύννεφο κείμαι,
ο μεγάλος, ο θείος των ρυθμών υποφήτης!
Θα πρέπει να καταθέσω εδώ ότι δεν έκανα καμία επέμβαση στο λεξιλόγιο, τη σύνταξη ή την ορθογραφία των ποιημάτων του ποιητή.

Υποθήκαι

Καρυωτάκης, υποθήκαι, λύκοι, άνθρωποι, πρηνής, όπλο, δέντρο, βέρα, σκήπτρο. λύρα, Ρώμος Φιλύρας, πειθώ, ψέμα, ωραιολογίες

Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,

μπορούνε με χίλιους τρόπους.

Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,

όταν ακούσεις ανθρώπους.

Όταν ακούσεις ποδοβολητά

λύκων, ο Θεός μαζί σου!

Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά

και κράτησε την πνοή σου.

Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,

στον πλατύ κόσμο μια θέση.

Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,

του δίνουν όψη ν’ αρέσει.

Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν

με την πειθώ, με το ψέμα,

όταν άνθρωποι διαφιλονικούν

τη σάρκα σου και το αίμα.

Όταν έχεις μια παιδική καρδιά

και δεν έχεις ένα φίλο,

πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,

στην μπουτονιέρα σου φύλλο.

Άσε τη γυναίκα και το μαστροπό

Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.

Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,

κράτησε σκήπτρο και λύρα.

Το ποίημα έγραψε ο Κώστας Καρυωτάκης και είναι από τη συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες», 1928. Στο ποίημα αυτό θα ταίριαζε και ο τίτλος: homo hominis lupus, δηλαδή ο άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος. Ας προσεγγίσουμε το περιεχόμενο.

Ο ποιητής αναφέρεται σε μια ομάδα ανθρώπων, που χιλιάδες χρόνια τώρα ζουν ανάμεσά μας και επιβιώνουν με το αίμα των άλλων ανθρώπων.  Στον εικοστό αιώνα η ανθρωπότητα  τους γνώρισε καλά. Ο ίδιος ο ποιητής τους έζησε κατά τον Α΄παγκόσμιο πόλεμο.  Οι γονείς μας τους ζήσανε κατά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο. Στις μέρες μας έχουμε τη δυστυχία να γνωρίζουμε τους απογόνους και συνεχιστές του διεθνούς Ναζισμού.  Αυτοί οι απάνθρωποι άνθρωποι, αυτοί οι λύκοι, αν αποφασίσουν το ανθρωποκυνηγητό, και το αποφάσισαν, γίνονται τόσο επικίνδυνοι, που είναι καλύτερα, κατά τον ποιητή,  να μην προβάλει κάποιος αντίσταση. Σε αυτήν την περίπτωση δεν χωρά το γνωστό  «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση». Η καλύτερη οδός σωτηρίας από τους κυνηγούς κεφαλών είναι να πετάξει το θήραμα   το όπλο του και να μείνει ακίνητο στο χώμα. Όπως ο Οδυσσέας, όταν γύρισε στην Ιθάκη του μετά από είκοσι χρόνια, τα σκυλιά που φύλαγαν τα κοπάδια του δεν τον γνώριζαν και του επετέθηκαν. Για να μην τον κατασπαράξουν έπεσε κάτω και στάθηκε ακίνητος, κάνοντας τον πεθαμένο. Η σιωπή λοιπόν και η ακινησία μπροστά στους ανθρωποκυνηγούς είναι η συμβουλή του ποιητή, κάτι βέβαια που δεν μας βρίσκει σύμφωνους, εκτός αν είναι θέμα στρατηγικής.

Στη συνέχεια ο ποιητής χαμηλώνει τους τόνους και συμβουλεύει τον άνθρωπο να κρατήσει τη νηφαλιότητά του και να μην παρασυρθεί από το ψιμιθιωμένο ψέμα, γιατί οι ωραιολογίες είναι ένα ακόμη όπλο της τάξης των απανθρώπων, για να παρασύρουν τους ανθρώπους στην καταστροφή. Η ωραιολογία, η πειθώ και το ψέμα ετοιμάζουν το τραπέζι, στο οποίο οι απάνθρωποι στρώνονται και γεύονται τις σάρκες και το αίμα αθώων ανθρώπων. Και μια ακόμη συμβουλή προς τις αθώες ψυχές. Η καταφυγή στη φύση  είναι παρηγοριά και σωτηρία για όσους  πληγώθηκαν από  φίλους.

Στην τελευταία στροφή αιφνιδιαστικά ο Καρυωτάκης στρέφεται προς τον ποιητή Ρώμο Φιλύρα. Του ζητά να ξεχάσει τη γυναίκα, που έγινε αιτία να κολλήσει το αφροδίσιο που τον έστειλε στο Δρομοκαΐτειο. Τον παροτρύνει να βρει παρηγοριά και καταφύγιο στην ποίησή του. Στην ποίηση, από την οποία και ο ίδιος ο Καρυωτάκης προσδοκούσε σωτηρία, αλλά η ποίηση δεν  του την έδωσε.

Αισιοδοξία

Καρυωτάκης, αισιοδοξία, δάση, πουλιά, φως, λαίδη, όπλο, σταυροφορίες, κυνήγια, σπιρούνια, άλογα

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει

στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.

Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση

μ’  αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού

θριάμβου,  με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού,

και με τον ήλιον όπου θα τα διαπεράση.

Ας υποθέσουμε πως είμαστε εκεί πέρα,

σε χώρες άγνωστες της δύσης, του βορρά,

ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,

οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.

Για να μας δεχτή κάποια λαίδη τρυφερά,

έδιωξε τους υπηρέτες της όλη μέρα.

Ας υποθέσουμε πως του καπέλλου ο γύρος

άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν

τα παντελόνια μας και με του πτερνιστήρος

το πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούν.

Πηγαίνουμε – σημαίες στον άνεμο χτυπούν –

ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει

από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής,

κι ας τραγουδήσουμε, – το τραγούδι να μοιάση

νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής –

τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,

και ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάση.

Το ποίημα  έγραψε ο Κώστας Καρυωτάκης και είναι από την ποιητική του συλλογή: Ελεγεία και Σάτιρες, που εκδόθηκε το  1928.

Σύντομα στη ζωή του και συντομότερα στο έργο του αναφέρθηκα τον Ιανουάριο του 2012,  όταν δημοσίευσα  στο ιστολόγιο το ποίημά του Ο Γραφιάς και έκανα  μια μικρή προσέγγιση στο περιεχόμενο του ποιήματος.

Ο πεσιμιστικός ρομαντισμός του ποιητή, ο οποίος από την πρώτη στιγμή που ήλθε στη ζωή και κατάλαβε τον κόσμο μας  ήθελε να φύγει, μας οδηγεί σε άλλες εποχές, τότε που οι κοινωνίες ήσαν περισσότερο απλές και η άρχουσα τάξη κυβερνούσε,, απολαμβάνοντας  μια ζωή ανέμελη, χωρίς έννοιες και άγχη, γεμάτη κυνήγια και έρωτες.  Για τους απλούς ανθρώπους οι εποχές και οι κοινωνίες ήσαν πάντα δύσκολες. Μόνο οι πρίγκιπες και οι ευγενείς ζούσαν ξέγνοιαστα και χαίρονταν τη ζωή.

Αφού η εποχή είναι παρελθόν και η  αισιοδοξία γεννιέται μέσα από υποθετικές καταστάσεις και ουτοπικά όνειρα. Με όπλο του τον έλεγο και το σαρκασμό μας καλεί να υποθέσουμε ότι δεν υπάρχουν πια αδιέξοδα, (αναφέρεται στα αδιέξοδα της εποχής του βέβαια),  στις ζωές των ανθρώπων.  Όλα βαίνουν καλώς και το μυαλό απαλλαγμένο από τα προβλήματα της επιβίωσης λειτουργεί άριστα. Η φύση καταπράσινη γεμάτη από τα δάση που ακμάζουν και σφύζουν από τα κελαηδήματα των πουλιών και το άπλετο φως του ήλιου και της  ημέρας αγκαλιάζει τους ανθρώπους και ομορφαίνει την πλάση.  Κάτοικοι μιας πατρίδας του Βορρά και της Δύσης, απαλλαγμένοι από τα άγχη και τις αγωνίες της καθημερινότητας, θαρρετά  πετάμε τα παλτά στον αέρα, κίνηση ξεγνοιασιάς κι ανεμελιάς, αδιαφορώντας για το τί θα πουν οι άλλοι. Τέλος, ως αποκορύφωμα της υποθετικής ευτυχίας μας,  κάποια τρυφερή και ροζ πλούσια κυρία (λαίδη για τον ποιητή) θα διώξει τους υπηρέτες της, για να μας υπηρετήσει η ίδια προσωπικά.

Στους επόμενους στίχους ο ποιητής με τη λαίδη μας φέρνει στον Μεσαίωνα, τότε που οι πρίγκιπες αρχηγοί των σταυροφοριών ξεκινούσαν να σώσουν τους αγίους τόπους από τους αλλόθρησκους.  Η ενδυμασία προσαρμόζεται στην εποχή,το μεταφορικό μέσο είναι τα άλογα και στο ξεκίνημα προηγούνται τα λάβαρα. Όλοι οι σταυροφόροι ξεκινούν για μια νίκη επιβίωσης. Οι ψυχές τους πάλλουν και το τραγούδι τους γεμάτο ενθουσιασμό ηχεί και φτάνει ψηλά στον ουρανό και κάτω στα  έγκατα της γης. Τόση δύναμη έχει, γιατί πηγάζει μέσα από την ψυχή τους.

Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Καρυωτάκης με τον ποιητικό του πεσιμισμό ταξιδεύει σε άλλες ιστορικές εποχές με την πεποίθηση ότι τότε η ανθρώπινη ζωή είχε περισσότερο ενδιαφέρον, γιατί οι άνθρωποι είχαν όραμα, αγωνίζονταν για την πραγματοποίησή του και αισιοδοξούσαν ότι θα το κατορθώσουν. Αντίθετα με τη δική του εποχή, στην οποία κυριαρχεί η σιωπή και η απαισιοδοξία γιατί τίποτε καλό δεν πρόκειται να γίνει, τα οράματα, τα όνειρα, η αγωνιστικότητα έχουν σιγήσει.

Στους δύσκολους καιρούς που περνάμε, ας μην αφήσουμε τον καρυωτακικό πεσιμισμό να μας κυριεύσει. Είναι τόσο δύσκολα τα ανθρώπινα, που για άλλη μια φορά οι άνθρωποι πρέπει να γίνουν σταυροφόροι, για να διεκδικούν το καλύτερο για τους ίδιους και τους άλλους.

Γιώργου Σαραντάρη ποιήματα

Γιώργος Σαραντάρης, ποιητής, νηστικός, σοφίτα, συμβολιστής, Ελύτης, ουρανός, κορυδαλλοί, αηδόνια, άγγελοι, Θεός,

Ι. Νὰ κοιμᾶσαι νηστικός

Νὰ κομᾶσαι νηστικός σὲ μία σοφίτα
Νὰ εἶσαι ὁ τεμπέλης τοῦ σπιτιοῦ
Νὰ γίνεσαι σκουπίδι
Ὅταν ἀνοίγεται ἕνα λερωμένο στόμα
Θὰ σηκώσω τὸ γιακὰ
Γιὰ νὰ φύγω σὰν ἕνας λῃστὴς
Ἀπὸ τὸ δικό μου σπίτι
Θὰ κοιμηθῶ στοὺς δρόμους
Γιὰ νὰ νιώσω ὁλάκερη τὴν πολιτεία
Νὰ τουρτουρίζει μαζί μου.
Στὸ παλτό μου ἔχω ἕνα λεκὲ
Ἀλλὰ εἶναι καλὸ ποὺ δὲν τὸν βλέπω
Θὰ τὸ ξαπλώσω χάμω
Καὶ θὰ στρωθῶ πάνω του
Νὰ πιῶ λίγη βραδυὰ
Στὴ γωνιὰ τοῦ ἔρημου κήπου
Θὰ αἰστανθῶ τὴ σελήνη
Ὅπως δὲν αἰστάνθηκα τίποτε
Στὴ ζωή μου
Θὰ τὴν αἰστανθῶ στὰ χείλια μου
Σὰν ἕνα ἀχλάδι
Στὰ μάγουλα
Σὰν ἄλλα μάγουλα

Ο ποιητής  Γιώργος Σαραντάρης (1908 – 1941)  γεννήθηκε  στην Ιταλία, όπου ζούσαν οι γονείς του. Ανατράφηκε σε αστικό και σχετικά προοδευτικό, σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα, περιβάλλον, διότι ο πατέρας του ήταν έμπορος. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Στην Ελλάδα ήλθε το 1931. Δεν άσκησε τη δικηγορία, γιατί τον κέρδισε η ποίηση. Κατά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο ο Γιώργος Σαραντάρης πολέμησε εναντίον των Ιταλών στην πρώτη γραμμή,  αλλά αρρώστησε από τύφο και πέθανε  στην Αθήνα το 1941.

Ως ποιητής ο Γιώργος Σαραντάρης υπήρξε πρωτοποριακός σε σχέση με το ιδεολογικό ποιητικό κλίμα της εποχής του Μεσοπολέμου στην Αθήνα. Υπηρέτησε με πάθος την λεγόμενη «καθαρή ποίηση». Χρησιμοποίησε στα ποιήματά του τον ελεύθερο στίχο, ενώ στις αναζητήσεις του περιέλαβε προβληματισμούς που συνδέονται με την ιταλική ποίηση, το έργο του  Ντοστογιέφσκι, τις φιλοσοφικές ιδέες του Νίτσε, του Κίκεργκωρ, τον υπαρξισμό. Το έργο του δεν έγινε ευρέως αποδεκτό στην εποχή του, (μήπως δεν είχε συμβεί το ίδιο και με την ποίηση του Καβάφη;) επηρέασε ωστόσο την ελληνική ποιητική γραφή βαθιά και ουσιαστικά. Ο Οδυσσέας Ελύτης επηρεάστηκε  από τις συμβολικές εικόνες που κυριαρχούν στο έργο του Σαραντάρη, όπως γυναίκα, θάλασσα, μοναξιά, ουρανός, πουλιά.

Η Προσέγγιση

Στο ποίημα αυτό του Σαραντάρη αυτός που κοιμάται νηστικός, δεν είναι ο άνεργος και ανέστιος από τα δάνεια νέος της εποχής μας. Ο ήρωας του ποιητή κοιμάται νηστικός από επιλογή και αντισυμβατικότητα. Αρνείται τους κοινωνικούς κανόνες της δουλειάς, που  εξασφαλίζει ένα πιάτο φαΐ στον εργαζόμενο, αλλά καμία άλλη χαρά και δυνατότητα να βρεθεί κοντά στη φύση και στον εαυτό του, να συνδεθεί με το σύμπαν. Της δουλειάς, που δεν αφήνει ελεύθερο χρόνο για σκέψη και δράση ουσιαστική, που να ξεκινά από το τίποτα και να φτάνει στη δημιουργία.  Μια δουλειά, που δεν δίνει  στον άνθρωπο τη δυνατότητα επιβίωσης, αλλά του στερεί το δικαίωμα να αισθάνεται και κυρίως να αισθάνεται τον κόσμο.

ΙΙ. Πάλι…

Πάλι ὁ οὐρανὸς ἀνοίγει ἐδῶ τὴν πύλη
Πάλι σηκώνει τὴ σημαία
Ἐμεῖς μπαίνουμε χωρὶς φόβο
Τὰ μάτια τὰ πουλιὰ μαζί μας μπαίνουν
Ἀστράφτει ἡ πολιτεία ἀστράφτει ὁ νοῦς μας
Ἡ φαντασία τοὺς κήπους πλημμυράει
Εἶναι παιδιὰ ποὺ στέκονται στὶς βρύσες
Κορυδαλλοὶ στοὺς ὄρθρους ἀκουμπᾶνε
Στὶς λεμονιὲς ἄγγελοι χορτάτοι
Εἶναι ἀηδόνια ποὺ παντοῦ ξυπνᾶνε
Φλογέρες παίζουν ἔντομα βουίζουν
Εἶναι τραγούδια ἡ στάχτη τῶν νεκρῶν
Κι οἱ νεκροὶ κάπου ἀναγεννιοῦνται πάλι
Ὁλοῦθε μᾶς μαζεύει ὁ Θεὸς
Ἔχουμε χέρια καθαρὰ καὶ πᾶμε

 

Η προσέγγιση

Το ποίημα δημοσιεύτηκε στις 12-1-1940. Πώς ο ποιητής φαντάζεται τον παράδεισο. Πρώτα ανοίγει ο ουρανός την πύλη του. Σηκώνει τη σημαία και ευθύς μια λαμπερή και φανταχτερή πολιτεία ανοίγεται μπροστά του. Μαζί του όσοι πρόκειται να περάσουν αυτή την πύλη εισέρχονται  χωρίς φόβο. Τους ακολουθούν πουλιά.  Κήποι φανταστικής ομορφιάς τους υποδέχονται, γιατί είναι κήποι του παραδείσου. Παιδιά στέκονται στις βρύσες, γιατί στον παράδεισο δεν πάει κανείς σύμφωνα με την ηλικία του.  Κορυδαλλοί με το όμορφο κελάηδημά τους στέκονται στις όχθες των ποταμών. Οι άγγελοι χορτάτοι από την παραδεισένια ομορφιά, αφού είναι ο χώρος τους, στέκονται στις λεμονιές.  Τα αηδόνια ξυπνούν κι αρχίζουν το γλυκοκελάηδημα.  Ουράνιες φλογέρες  συνοδεύουν το όμορφο τραγούδι τους και το βούισμα των εντόμων μαζί με τα τραγούδια των νεκρών κρατάει το ίσο σε αυτήν την ουράνια ψαλμωδία. Δεν φοβούνται το θάνατο, όσοι έχουν καθαρά χέρια, καθαρή καρδιά.

Άλλωστε ο ποιητής το απέδειξε. Δεν υπολόγισε την ντελικάτη υγεία του και έτρεξε με πάθος να πολεμήσει για την πατρίδα. Οι θύρες του ουρανού άνοιξαν για χάρη του σε όλο τους το μεγαλείο και ο νεαρός Σαραντάρης άφοβα τις διάβηκε. Και μαζί του μπήκαν όλες οι ομορφιές της φύσης, κάθε τι που ομορφαίνει αυτή την εφήμερη  ζωή.

Η εξομολόγηση

Το κείμενο αυτό αποτελεί τμήμα εκτεταμένης συνέντευξης που πήρε από νεαρό έγκλειστο της Φυλακής του Αυλώνα η Διδάκτορας Εγκληματολογίας και φίλη κα Δέσποινα Σβουρδάκου. Έχει δημοσιευθεί στο blogo.com και έχει διαβαστεί ως τώρα 804 φορές. Ευχαριστώ πολύ Δέσποινα γι αυτό το τόσο διαφωτιστικό, αλλά και συγκινητικό κείμενο.

Ο Αυλώνας, σωφρονιστικό κατάστημα ανηλίκων, αποτελεί εφαλτήριο για την εγκληματική σταδιοδρομία των παρεκλινόντων, με κορυφή της εγκληματική τους καριέρας, τη Δικαστική φυλακή του Κορυδαλλού. Πανεπιστήμιο, θεωρείται ο Κορυδαλλός για τους αρχηγούς του οργανωμένου εγκλήματος και ο Κ.Π. Πήτ. Σ και Σ. Μ, έχουν επισφραγίσει με τον εγκλεισμό τους τόσο στον Αυλώνα όσο και στον Κορυδαλλό, την παραπάνω θεωρία των ανθρώπων του υποκόσμου.

Σύμφωνα με τον Merton, τα άτομα που δεν μπορούν με τους νόμιμους τρόπους να αποκτήσουν υλικά αγαθά και χρήματα, στρέφονται σε παράνομες δραστηριότητες για να πραγματοποιήσουν το άπιαστο όνειρο της τηλεόρασης.

Οι ανήλικοι, αυτόπτες μάρτυρες ενδοοικογενειακής βίας- στις περισσότερες περιπτώσεις- με ψυχικό ένδυμα την εγκατάλειψη και την αδιαφορία των γονέων, αλλά και την έλλειψη μόρφωσης, ονειρεύονται μια ζωή με αυτοκίνητα, μηχανές, σπίτια και πολλά χρήματα. Προσπαθούν να πραγματοποιήσουν ό,τι ποθούν με παράνομους τρόπους ( Merton), με τη σύσταση συμμοριών και τη διάπραξη κυρίως κακουργημάτων.:

Ληστείες με ανθρωποκτονίες, εκβιασμοί και παρακολουθήσεις ευκατάστατων πολιτών- που οι ίδιοι τους θεωρούν κλέφτες, αφού τα κέρδη τα έχουν αποκτήσει με παράνομους τρόπους και με τον κόπο εργατών που οι ίδιοι εκμεταλλεύονται. Συνειδητοποιημένοι, χωρίς οίκτο και με απέχθεια προς το σύστημα, κάνουν και ξεπουλάνε τα πάντα για να πλουτίσουν, ακόμα και εναντίον ατόμων τρίτης ηλικίας. Θεός τους το χρήμα, φυλακτό τα όπλα και οι σφαίρες και ευχαρίστηση η κακοποίηση ανήμπορων ανθρώπων! Η ζωή γι αυτούς αξίζει όσο μια σφαίρα…..

Αλλοδαπός έγκλειστος αναφέρεται στο ουσιαστικό και όχι στο τυπικό 24ωρο των φυλακισμένων.

Ο χρόνος έχει κολλήσει, όλα είναι ίδια, σκληρά ,άχρωμα, όπως και η ζωή τους. Λες και όταν γεννήθηκαν τους καταράστηκε η μοίρα να γίνουν βασανισμένα τέρατα που με τις πράξεις τους θα τους τιμωρήσει ο Θεός, η κοινωνία και ο εχθρός στη σύντομη ζωή τους με πολλές σφαίρες και μία στο κεφάλι, αυτή που θα είναι ΄΄ η σφραγίδα του συμβολαίου΄΄….η ώρα γεμίζει προσπαθώντας να χτυπήσουν τατουάζ από μελάνι που φτιάχνουν οι ίδιοι και φυσικά δεν έχει καμία σχέση με αυτό του εμπορίου… ξεθωριασμένες εικόνες και λέξεις- σύμβολα- που μαρτυρούν αλήθειες, γεγονότα… εκφράζουν τους ίδιους και χαράζονται πάνω τους για πάντα. Κεντάνε όλο τους το σώμα με σχήματα που κάθε ένα από αυτά καταδεικνύει τη δύναμη, τη θέση τους στην πυραμίδα ,τη σύλληψη, αλλά και τη ζωή τους μέσα στη φυλακή:

Αλλοδαπός έγκλειστος παραδέχεται ότι:

<< ….. Από έκτη δημοτικού άρχισα να δοκιμάζω τα πάντα και χασίς . Πρώτη φορά, μπήκα φυλακή στα 13 . Έκλεψα ένα μηχανάκι. Έφαγα 1 χρόνο. Με πήγαν σε αγροτική φυλακή, ανοιχτή, με δουλειά για να πιάνονται διπλές οι μέρες και κάναμε ό,τι γουστάραμε. Προστατεύαμε τους αδύναμους από τους κάτω και έπεφτε ξύλο αν πήγαιναν να πειράξουν πιτσιρικά δικό μας. Μαχαιρώματα υπήρχαν. Φτιάχναμε σουβλιά ή ότι άλλο μπορείς να φανταστείς και τα μπήγαμε στους εχθρούς. Η φυλακή είναι ζούγκλα …επιβιώνει ο πιο δυνατός. Βγήκα σε 4 μήνες… Στο δρόμο στην πέφτω. .αν είσαι δυνατός θα αντισταθείς και δεν θα γίνεις θύμα. Αν όχι, θα σε δαγκώσω…τα λεφτά, τις πιστωτικές κάρτες….μια φορά με έναν φίλο και συνεργάτη μεγαλύτερο σε ηλικία, κλέψαμε μια πιστωτική. Πήγαμε σε μαγαζί και αγοράσαμε χρυσαφικά… Τους μεγαλύτερους σε ηλικία τους γνώρισα από τη δουλειά. Με μικρούς δε μπορείς να κάνεις παρανομίες. Μεγάλοι που ξέρουν, σε χώνουν στα κόλπα . Κλέβαμε σούπερ μάρκετ, άτομα στο δρόμο, μπαίναμε σε μαγαζιά. Ό,τι βρίσκαμε χαλαρό το κλέβαμε. Μια φορά μπήκα σε σούπερ μάρκετ, κατέβηκα στα γραφεία του διευθυντή …βρήκα την κατάλληλη στιγμή και με ψυχραιμία, πήρα αρκετές χιλιάδες ευρώ που θα τα έδιναν σε λίγη ώρα στη χρηματαποστολή που θα ερχόταν με το αυτοκίνητο… Πρέπει να είσαι οργανωμένος, ψύχραιμος και πολύ γρήγορος. Το μυαλό στροφάρει γρήγορα και συνέχεια για να μην σε συλλάβουν. Μια φορά πήγα με συνεργάτη 32 χρονών για να αγοράσουμε πρέζα. Έδωσα μια λίρα μαζί με άλλα λεφτά .Μας την έπεσαν και μας έδειραν. Λιποθυμήσαμε από το ξύλο. Μετά από 3 ώρες που ξυπνήσαμε, ήμασταν τούμπανο, πρησμένοι και μαύροι από το ξύλο…φύγαμε…γυρίσαμε …δεν τους δείραμε.. περάσαμε με ένα γρήγορο αμάξι, βγάλαμε τα όπλα από τα παράθυρα και τους γαζώσαμε…ε…μα πια…που η μαγκιά; Τους γεμίσαμε μολύβι..

Με την πρέζα, δεν κάνεις τίποτα….Όταν βγήκα από τη φυλακή, ξαναμπήκα στην παρανομία.( τράιμπαλ λάιφ). Ναρκωτικά, χάπια, κλεψιές, μηχανάκια…ληστείες…

Δεύτερη φορά μπήκα πάλι ΄΄Τούφα΄΄ για ξυλοδαρμό. Είμαι Π… Σε παιχνίδι με τον Π…, έπεσε πολύ ξύλο. Έδειρα πολύ άσχημα το γιό ενός ΄΄τρανού΄΄ της αντίπαλης ομάδας.. έφαγα 4 χρόνια γιατί τον έδειρα άσχημα. Μα για το ξύλο πηγαίναμε όχι για το παιχνίδι…

Ξανά μέσα…πιο οργανωμένος και πιο δυνατός. (δευτερογενής παρέκκλιση) Δεν με πείραζε κανείς, αν και η φυλακή έχει κάτι τσαμπουκάδες, να σου πάρω την τηλεκάρτα, να σε διώξω από το καρτοτηλέφωνο με το έτσι θέλω, να σε δείρω, να σου πάρω τα ρούχα γιατί έτσι γουστάρω και σαν πιο παλιός και πιο δυνατός…τέτοια..

-Τα τατουάζ; Τι σημαίνουν;

-Είναι της φυλακής …στο δάχτυλο, ο σταυρός με την παράλληλα γραμμή στη βάση του σημαίνει: Αδιόρθωτος.. ξέρεις, πέφτω στα ίδια και τα ίδια, δεν μπορώ να ξεφύγω από την παρανομία, τις σφαίρες και την πρέζα.. Στα χέρια μου τα σχήματα δεν έχουν εικόνα, λέγεται τράιμπαλ, δηλαδή ,ανακατεμένη ζωή… δείχνουν το χάος και το σκοτάδι της φυλακής…στον έναν καρπό έχω τα αρχικά στα ρωσικά: C.O.C ,δηλαδή :

c=Σούκι= οι μπάτσοι, ο =αντιέλι = μας πήραν, c= σφαμπόντα = την ελευθερία μας. Στον καρπό :

T.Y.3: T=τσούρμα= η φυλακή Υ = ούτσι= μαθαίνει 3 :ζάκον = κανόνες.

Η ΦΥΛΑΚΗ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΚΑΝΟΝΕΣ.

Τέσσερις τελείες και μια στην μέση: οι τέσσερις τοίχοι της τούφας και γω στην μέση.

Για μας υπάρχει σεβασμός στο Νονό, τον αρχηγό. Όταν αυτός είναι φυλακή, κάνει τις δουλειές από μέσα και είναι ασφαλής. Δύσκολα θα τον σκοτώσουν στη φυλακή μέσα. Από τη φυλακή φεύγουν οι εντολές και οι δουλειές τόσο των ΄΄από πάνω΄΄ όσο και του υποκόσμου! Επίσης, στα ναρκωτικά, αν δεν δώσεις μέρος από τα λεφτά στον αρχηγό, αυτός θα σε σκοτώσει και χωρίς δικαιολογία… είναι οι άγραφοι νόμοι της μαφίας. Αλλιώς δεν μένεις στην παρανομία, ούτε στη ζωή…σε ΄΄συχωρούν΄΄ σε κάποια φάση. Αν είναι με όπλο, έχει καλά.. δεν καταλαβαίνεις πως πεθαίνεις… αν είναι αλλιώς, υποφέρεις.. ταλαιπωρείσαι μέχρι να σου βγει η ψυχή.

-τώρα γιατί είσαι μέσα;

-Άστα , γύρισα από την Ν.., και με σταμάτησαν για εξακρίβωση στοιχείων.. τους γυάλισαν τα τατουάζ και με σταμάτησαν..

-Ναι, πέφτει το μάτι του αστυνομικού και σε σταματάει γιατί σε βλέπει ΄΄κάπως΄΄

-Ναι…και είδαν ότι έχω δικαστήρια…με μάζεψαν….έξω, τις δουλειές τις κάνω με μακρύ πουκάμισο, να μη φαίνονται τα σημάδια από την πρέζα και τα τατουάζ..

Έχεις πολλά τατουάζ και το σήμα του δολαρίου…

-Για τα λεφτά γίνονται όλα, για τα λεφτά τα κάνω όλα. Έτσι είναι , η ζωή δεν έχει αξία όσο τα λεφτά. Το να σκοτώσεις, δεν τρέχει τίποτα. Η Μαφία της Ιταλίας σκοτώνει πολύ εύκολα, για λεφτά, δόξα και όταν πρέπει να αλλάξει ο αρχηγός, ή αν πάρει άλλη ομάδα τη δύναμη.»