Πολιτική και φανατισμός

Το  γεγονός, το οποίο διεκτραγωδείται με το άρθρο αυτό, έρχεται να επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά πως όλα τα πράγματα στη ζωή, από τα πιο ασήμαντα ως τα πιο σημαντικά χρειάζονται μέτρο, ψυχραιμία και λογική. Διαφορετικά οδηγούν σε ακραίες καταστάσεις με ανυπολόγιστες συνέπειες για τον άνθρωπο.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πολίτες αρχές Αυγούστου. Και όπως πάντα, επειδή παρουσιάζει ιστορικό ενδιαφέρον, το στέλνω στον αέρα, για να το διαβάσουν και άλλοι  φίλοι.

Όταν ξέσπασε ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος τον Ιούλιο του 1914, δύο προσωπικότητες κυριαρχούσαν στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, ο καθένας με τους οπαδούς του. Ο Βενιζέλος πίστευε πως η σύμπραξη της Ελλάδας στο πλευρό των Αγγλογάλλων θα απέδιδε εδαφικά οφέλη. Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, ως γαμβρός του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄, αντιπρότεινε την ουδετερότητα, που εξυπηρετούσε τα πολεμικά σχέδια των Γερμανών. Οι δύο άνδρες παρέμειναν ανυποχώρητοι στις απόψεις τους και η μεταξύ τους αντιπαράθεση επηρέασε τους Έλληνες πολύ βαθιά, με συνέπειες ανυπολόγιστες για το μέλλον της Ελλάδας . Το γεγονός έμεινε στην ιστορία ως Εθνικός Διχασμός. Το διχασμό όξυνε και το ότι οι πληθυσμοί των νέων χωρών, που εντάχθηκαν στο ελληνικό κράτος με τις νίκες των Βαλκανικών Πολέμων, αντιμετωπίστηκαν ως «ξένοι» από τους Παλαιοελλαδίτες.

Η διαμάχη ανάμεσα στους βενιζελικούς και τους βασιλόφρονες είχε εξελιχθεί σε ύπουλο εμφύλιο πόλεμο, πολύ επικίνδυνο για τα ιστορικά δεδομένα της εποχής. Η πολιτικής τους συμπεριφορά δηλητηρίαζε την καθημερινότητα του ελληνικού λαού και βασάνιζε τη μεσαία κυρίως τάξη, η οποία έφερε και το βάρος της κοινωνικής αντινομίας. Αυτή η διάσταση γρήγορα έδωσε τα πρώτα δείγματα της κοινωνικής φθοράς. Εκδηλώθηκε με μια απόπειρα δολοφονίας και έκλεισε σε πρώτη φάση με μια στυγνή δολοφονία. Ας δούμε αναλυτικότερα.

Κατά την απουσία του στο Παρίσι για την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών ο Βενιζέλος γνώριζε πολύ καλά τι συνέβαινε στην Αθήνα, καθώς και τις αντιθέσεις, που δηλητηρίαζαν τη χώρα. Ήλπιζε όμως πως αν γύριζε στην πατρίδα έχοντας επιτύχει τους σκοπούς του, αυτό θα γεφύρωνε τις αντιθέσεις. Αλλά τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, ο Βενιζέλος επέστρεφε στις 30 Ιουλίου 1920 στην Ελλάδα. Στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών δυο απότακτοι αντιβενιζελικοί αξιωματικοί επεχείρησαν να δολοφονήσουν τον Έλληνα Πρωθυπουργό. Ο Βενιζέλος αντέδρασε γρήγορα και διασώθηκε με ένα επιπόλαιο τραύμα στον αριστερό ώμο και το χέρι.

Η είδηση της απόπειρας έγινε γνωστή στην Αθήνα το μεσημέρι της επόμενης ημέρας. Αμέσως μετά ένα οργισμένο πλήθος βενιζελικών παρακρατικών ξεχύθηκε στους δρόμους ζητώντας εκδίκηση. Με ρόπαλα και λοστούς κατέστρεψαν σχεδόν ολοσχερώς τα γραφεία των αντιβενιζελικών εφημερίδων, (Η Πολιτεία, Η Καθημερινή, το Σκριπ, η Εσπερινή). Αμέσως μετά στράφηκαν στις οικείες των συγγενών των επίδοξων δολοφόνων, προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές στο θέατρο της Κοτοπούλη (γνωστής οπαδού της αντιπολίτευσης και του εξόριστου βασιλιά), αρκετές ζημιές σε ζαχαροπλαστεία, καφενεία και άλλα καταστήματα γνωστών αντιβενιζελικών πολιτών. Μέσα σε 5 ώρες οι υλικές ζημιές που προκλήθηκαν από φανατισμένους βενιζελικούς ήταν ανυπολόγιστες. Αλλά ο φανατισμός ζητούσε και αίμα.

Ο Ίων Δραγούμης πληροφορήθηκε την είδηση της απόπειρας νωρίς το μεσημέρι μαζί με την Μαρίκα Κοτοπούλη. Συνόδευσε πρώτα την ηθοποιό στο σπίτι της και στη συνέχεια αποφάσισε να επιστρέψει στα γραφεία της εφημερίδας του, γνωρίζοντας ότι κινδύνευε η ζωή του. Ήταν από τα ηγετικά στελέχη της αντιπολίτευσης. Είχε στηλιτεύσει την αυταρχική βενιζελική πολιτική αψηφώντας την παρουσία των βενιζελικών μπράβων στα κοινοβουλευτικά θεωρεία και είχε εκφραστεί ανοιχτά πως «ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδας ήταν ο Βενιζέλος και οι συμπαραστάτες του, Κρητικοί και Μικρασιάτες».

Στην οδό Κηφισίας, στο ύψος των Αμπελοκήπων, τον σταμάτησε μια ομάδα ενόπλων που ανήκαν στο περίφημο τάγμα ασφαλείας του Παύλου Γύπαρη. Οι ένοπλοι ακινητοποίησαν το αυτοκίνητο, συνέλαβαν τον Δραγούμη, τον χτύπησαν και τον οδήγησαν στο στρατώνα του τάγματος τους, όπου ο Δραγούμης παρέμεινε για 20 λεπτά. Μετά από ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα που δέχτηκε ο Γύπαρης, παρέδωσε το Δραγούμη σε 18 οπλισμένους στρατιώτες. Οι στρατιώτες οδήγησαν τον «αιχμάλωτο» στην συμβολή των οδών Κηφισίας και Ρηγίλλης. Τον έστησαν σε έναν μαντρότοιχο και τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Με την ίδια ψυχραιμία ο Δραγούμης υποδέχτηκε το θάνατο και με ανοιχτά τα μάτια. Ήταν 31 Ιουλίου 1920.

Μια εβδομάδα μετά, ο Κωστής Παλαμάς συνέθεσε στη μνήμη του την «Νεκρική Ωδή».

«Λευκή, ας βαλθή όπου έπεσες, κολώνα,

(Πώς έπεσες, γραφή να μην το λέει)

λευκή, με της Πατρίδας την εικόνα.

Μόνο εκείνη ταιριάζει να σε κλαίει,

βουβή, μαρμαρωμένη να σε κλαίει.»

Οι στίχοι αυτοί χαράχθηκαν στο μνημείο που στήθηκε ένα χρόνο μετά στο σημείο της εκτέλεσής του.

 

Σχολιάστε