ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΦΩΝΗΣ

της ποιητριας Angie Raftopoulou

Και το πρωί και τ´απόβραδο

τυραγνούσε τα μαλλιά της

να τα πλέξει ήλιους κι άστρα

κι απάνεμα λιμάνια

εξασκώντας την τέχνη των ονείρων,

διατάσσοντας

τα στρατεύματα των δακρύων

να στήσουν πολέμους,

να κατακτήσουν την χώρα της φωνής.

Εκεί στην ξένη χώρα

πεντάρφανη δεσποσύνη

με την χάρη των αναπαίστων

στα κουρασμένα δάκτυλα,

με το έψιλον, το άλφα, το ωμέγα

να γδέρνουν τον ουρανίσκο,

να μαρτυρούν πως ο δρόμος

εξορίστηκε χωρίς φως.

Τα δένδρα στο μαράζι,

οι έρημες νότες στις στάλες της βροχής,

η θάλασσα στο μένος των ανθρώπων,

βρώμικες πόλεις στο έλεος της στάχτης

κι εκείνη μιά ιστορία της σιωπής.

Πλέξε τα μαλλιά σου

ρόδα ανθισμένα

κι η μάνα σου κι ο πατέρας σου

νάρκες στο μυαλό.

Και το πρωί

και τ´απόβραδο μην μιλείς,

μέτοικος εσύ των ωρών,

μετανάστης των εποχών

και θλίψη κάποιου ουρανού.

Τί να ωφελεί η λέξη ενός ψιθύρου..

Συ, εξόριστη φωνή της σιωπής

σ´έναν κόσμο γιομάτο εξορίες,

σ´ένα κόσμο ανδρών που γυναίκα εγεννήθης..

Η Αγγελική-Μαρίνα Ραυτοπούλου εμπνεύστηκε το ποίημα από την ιστορία των γυναικών, την γεμάτη κόπο, προσπάθεια, αγώνα για την γέννηση, την άνθιση και της συντήρησης της ζωής. Είναι το ποίημα ένας υπέροχος ύμνος στην γυναίκα του χτες και του σήμερα.

Η προσφορά της γυναίκας στην ανθρωπότητα αρχίζει από την στιγμή που συνειδητοποιεί ότι αυτή φέρνει στο φως την νέα ζωή και δικό της χρέος είναι η φροντίδα και η επιβίωσή της. Κατάλαβε ότι σε αυτήν έπεφτε ο κλήρος να μεριμνήσει για την ικανοποίηση του βασικού ανθρώπινου ενστίκτου, της αυτοσυντήρησης. Και αμέσως ο εαυτός της μπαίνει μοιραία σε δεύτερη θέση.

Έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια από τότε. Η περίοδος των μεγάλων βροχών έχει τελειώσει πάνω κάτω και ο ήλιος σκάει με τις πρώτες του ακτίνες από το βουνό. Η βαριά πέτρα που φράζει την είσοδο της σπηλιάς για προστασία τις νύχτες από τα θηρία και τους δύσκολους καιρούς αρχίζει σιγά σιγά να τραβιέται στην άκρη. Μέσα στην σπηλιά ζούσαν περίπου εξήντα με εβδομήντα άνθρωποι, γυναίκες, παιδιά και άντρες. Αυτοί οι τελευταίοι προβάλλουν δειλά από το άνοιγμα της σπηλιάς, ελέγχουν τις καιρικές συνθήκες και το παίρνουν απόφαση. Έφτασε ο καιρός για το κυνήγι της βασικής τροφής του κοινοβίου που ήταν το κρέας. Αμέσως ζώνονται τα όπλα τους. Βέλη μακριά και κοντά με πέτρες για αιχμές, ρόπαλα, σφεντόνες και ό,τι άλλο θα τους βοηθούσε σε αυτήν την μάχη της τροφής και φεύγουν. Στην σπηλιά μένουν οι γυναίκες και τα παιδιά. Αμέσως ανασκουμπώνονται. Κάποιες τρέχουν στην φωτιά να φροντίσουν να την αναζωπυρώσουν, δεν έπρεπε να σβήσει γιατί δύσκολα μετά θα την άναβαν. Άλλες κίνησαν να φέρουν νερό σε πέτρινα δοχεία, που μόνες και με πολύ κόπο δημιούργησαν σκάβοντας την πέτρα με την πέτρα. Κάποιες άλλες πήραν τα ξύλινα ραβδιά τους με την αιχμηρή άκρη και βγήκαν έξω από την σπηλιά. Μετά τις βροχές το χώμα ήταν μαλακό. Άνοιγαν τρύπες με τις αιχμηρές άκρες των ραβδιών τους και έχωναν μέσα τους σπόρους των δέντρων και των λαχανικών που φύλαγαν μετά το φαγητό γι αυτήν την στιγμή. Οι γυναίκες πρώτες κατάλαβαν ότι από τους σπόρους του ξαναφυτρώνει το δέντρο, ξαναφυτρώνουν τα λαχανικά και όποιος άλλος καρπός της γης τους ήταν χρήσιμος για την διατροφή τους. Γιατί οι άντρες έλειπαν και δεν ήξεραν πότε και αν θα ξαναγυρίσουν από το κυνήγι του φαγητού. Κάποιες άλλες μέσα στην σπηλιά με αυτοσχέδιες σκούπες από κλαδιά δέντρων έβγαζαν έξω ανθρώπινα περιττώματα και ό,τι άλλο δεν χρειαζόταν να υπάρχει. Και πάνω στην φωτιά έβαζαν πέτρες να κάψουν, για να μαγειρέψουν ό,τι θα έτρωγαν εκείνη την ημέρα. Γιατί έπρεπε οπωσδήποτε το φαγώσιμο να μαλακώσει από την φωτιά για να το φάνε και τα μικρά παιδιά τους και κυρίως αυτά που δεν είχαν ακόμη βγάλει δόντια. Συνάμα οι γυναίκες μιλούσαν μεταξύ τους και τραγουδούσαν προκειμένου να πλουτίσουν την προσπάθειά τους ή να κοιμίσουν τα μικρά τους.

Αυτά και δεν ήταν τα μόνα που έκαναν οι γυναίκες. Κάθε φορά που παρουσιαζόταν ένα πρόβλημα, αυτές έπρεπε να το αντιμετωπίσουν και να βρουν την λύση του, αν ήθελαν να ζήσουν οι ίδιες και τα παιδιά τους. Γιατί πάντα ήξεραν ότι τα παιδιά ήταν δικά τους. Και αυτή η αντίληψη τις έκανε δημιουργούς του πολιτισμού. Γιατί ό,τι σήμερα λέμε πολιτισμό, τα θεμέλια τα έβαλαν οι γυναίκες ξεκινώντας από την ανάγκη να προστατέψουν τα παιδιά τους.

Αλήθεια, τι έκαναν οι άντρες; Δεν έκαναν πολιτισμό; Και βέβαια έκαναν. Δημιουργούσαν τον πολιτισμό των όπλων, έκαναν καλύτερα και πιο δολοφονικά όπλα. Έτσι άνοιγαν τον δρόμο στον δυνατό. Αυτόν που ενώ ισχυρίζεται ότι εξοπλίζεται για το καλό της ανθρωπότητας, δολοφονεί αδιάκριτα όποιον τολμήσει να σταθεί μπροστά του χωρίς να σκύψει το κεφάλι.