Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου: Εσύ να με λες Ηγερία, εκδ. Εύμαρος, 2021
Η Ηγερία είναι νύμφη των υδάτων. Είναι αυτή που ενέπνευσε ένα θνητό, τον Νουμά από την χώρα των Σαβίνων, να γίνει βασιλιάς στην θέση ενός ημίθεου, του Ρωμύλου που ίδρυσε την Ρώμη. Ο Νουμάς ως ο πρώτος νομοθέτης της Ρώμης θεμελίωσε και στήριξε το νέο βασίλειο με νόμους. Ηγερία για τον Ρωμύλο υπήρξε η θνητή κόρη από την χώρα των Σαβίνων Ερσίλια. Ο Ρωμύλος τρελά ερωτευμένος με την νεαρή κόρη την ονειρεύεται και ζει μαζί της μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης και αυτή αν και απούσα με την παρουσία της τον ενισχύει στο έργο του. Ό,τι ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από αυτές τις συναντήσεις μεταξύ των δύο ερωτευμένων. Είναι ο έρωτας που γίνεται η γέφυρα και τα βράδια φροντίζει να συναντά ο ένας τον άλλον.
Εκείνη την νύχτα ο Ρωμύλος δεν κοιμήθηκε καθόλου. Δυο όνειρα κυριάρχησαν στο μυαλό του και του έκλεψαν την ηρεμία. Το πρώτο ήταν η όμορφη Ερσίλια. Μια σειρά από εικόνες γεμάτες πάθος και έρωτα με πρωταγωνίστρια την όμορφη κόρη από την χώρα των Σαβίνων κατέκλυσαν τον νου του. Η νεαρή Σαβίνα, φορώντας μια μακριά λευκή εσθήτα που άστραφτε στο φως και στο σκοτάδι, τον πλησίασε αργά και νωχελικά, άπλωσε το χέρι της και το έσμιξε με το δικό του. Τα δάχτυλά τους μπλέχτηκαν δυνατά και φαινόταν δύσκολο να λυθούν πια. Τον τράβηξε κοντά της και τον οδήγησε σε μια σκάλα ψηλή, μαρμαροντυμένη.
Την ακολούθησε χωρίς αντίσταση. Άρχισαν να την ανεβαίνουν με πατήματα αργά και σταθερά. Σταμάτησαν στην είσοδο ενός κτίσματος. Το κτήριο περιέβαλε ένας τοίχος ντυμένος με χαλκό, που τον αγκάλιαζε λουρίδα από γαλάζιο γυαλί. Η είσοδος του λαμπρού περιβόλου ήταν θύρα δίφυλλη φτιαγμένη επίσης από χαλκό με ασημένιους τους παραστάτες και χρυσό το λεοντοκέφαλο κρικέλι. Μπροστά από την αρχοντική θύρα στέκονταν δύο επίσης χάλκινοι φύλακες που φρουρούσαν την είσοδο. Στέκονταν αντιμέτωποι δύο λύκοι τεχνουργημένοι από ονομαστούς Έλληνες χαλκουργούς. Από την μια μεριά στεκόταν στα δυο του πισινά πόδια ο αρσενικός λύκος και είχε όψη άγρια καθώς έστρεφε το κεφάλι του στους επισκέπτες, για να φοβούνται οι εχθροί του βασιλιά. Από την άλλη μεριά της δίφυλλης θύρας στεκόταν όρθια στα τέσσερα πόδια της μια λύκαινα. Κάτω από την κοιλιά της κρέμονταν οι μαστοί της γεμάτοι γάλα και ανάμεσά τους δυο μωρά φτιαγμένα από κράμα χρυσού και χαλκού θήλαζαν δυνατά, γιατί ήθελαν να ζήσουν. Η λύκαινα είχε επίσης στραμμένο το κεφάλι της, για να την βλέπουν οι επισκέπτες όχι μόνον σαν μάνα αλλά και σαν προστάτη του οίκου.
Οι χάλκινες βαριές πόρτες του περιβόλου άρχισαν να ανοίγουν μαγικά και σύντομα μια απέραντη αυλή απλώθηκε μπροστά τους. Πανέμορφη αυλή, στολισμένη με κήπους, όπου ανθούσαν και καρποφορούσαν συκιές, αχλαδιές, μηλιές, ροδιές. Αλλού υπήρχαν αμπέλια φορτωμένα με σταφύλια, άλλα για κρασί, άλλα για τροφή. Υπήρχαν ακόμη σε άλλο σημείο της αυλής κήποι γεμάτοι με άνθη χιλίων χρωμάτων να ομορφαίνουν τον χώρο και να μοσχοβολά η ατμόσφαιρα. Δυο βρύσες μεγάλες πότιζαν αυτόν τον παράδεισο. Άλλες βρύσες σε άλλο σημείο της αυλής και κοντά στο οίκημα πρόσφεραν δροσερό νερό για τις ανάγκες του πολυπρόσωπου παλατιού. Πουλιά τιτίβιζαν ανάμεσα στα δέντρα και μέλισσες φτερούγιζαν από ανθό σε ανθό. Τα τζιτζίκια όλα μαζί σαν σε συναυλία πλημμύριζαν με το τραγούδι τους κάθε σημείο του ανακτόρου. Όπου δεν υπήρχαν δέντρα ή λουλούδια η αυλή ήταν στρωμένη με πέτρα πελεκητή που άρχιζε από την ασημένια είσοδο του περιβόλου και σταματούσε σε ένα ολόλαμπρο κτίσμα που τους περίμενε με ανοιχτές τις θύρες του, τις σμιλεμένες από χρυσό και χαλκό. Από έναν πρόδομο οδηγήθηκαν σε μια κεντρική ορθογώνια αίθουσα μεγάλων διαστάσεων, όπου στην μια στενή της πλευρά υπήρχαν δυο θρόνοι ντυμένοι με χρυσάφι για τον βασιλιά και την βασίλισσα. Γύρω, στους άλλους τοίχους είχαν τοποθετηθεί ξύλινα καθίσματα ομορφοσκαλισμένα για τους καθημερινούς επισκέπτες και τραπέζια για τα συμπόσια και τις συζητήσεις. Γιατί το παλάτι του βασιλιά ήταν έδρα της πολιτικής, της οικονομίας, της κοινωνικής ζωής της πόλης. Στην μέση της αίθουσας έκαιγε μια μεγάλη φωτιά σε ένα τεράστιο χάλκινο μαγκάλι, θαμμένο κατά το ήμισυ στο έδαφος του μεγάρου, και πάνω από την φωτιά υπήρχε άνοιγμα στην οροφή, για να φεύγει ο καπνός. Το μαγκάλι περιέβαλαν στοργικά τέσσερις τετράγωνοι πεσσοί που η κορυφή τους άγγιζε την οροφή στην έξοδο του καπνού. Οι τοίχοι της μεγάλης αίθουσας, του μεγάρου όπως συνήθιζαν να το αποκαλούν, ήταν στολισμένοι με ωραίες τοιχογραφίες εμπνευσμένες από την καθημερινή ζωή. Σκηνές από την καλλιέργεια της γης, σκηνές κυνηγιού, σκηνές λατρευτικές, άλλες με ζωοθυσίες, σκηνές πολεμικές, ειδυλλιακά τοπία θαύμαζε ο κάθε επισκέπτης. Το πάτωμα όλο μια ζωγραφιά από ψηφιδωτό με λουλούδια, ζώα και πουλιά σε ωραία χρώματα.
Γύρω από την κεντρική αίθουσα υπήρχαν πολλά κτίσματα πολυτελή, ιδιαίτερα διαμερίσματα για τους ενοίκους του παλατιού, στολισμένα με πέτρα πελεκητή, με χάλκινες θύρες, με ωραίες παραστάσεις στους τοίχους. Ανάμεσά τους βέβαια στην κορυφή του Παλατίνου λόφου ξεχώριζε σε μεγαλείο και πολυτέλεια το διαμέρισμα του βασιλικού ζεύγους. Υπήρχαν ακόμη ιερά μέσα σε άλση καταπράσινα, καθώς και βωμοί αφιερωμένοι σε θεούς και θεές. Υπήρχαν πολλές αποθήκες για την φύλαξη της παραγωγής σε τρόφιμα και άλλα είδη, καθώς και χώροι εργαστηρίων για τους τεχνίτες-δημιουργούς του βασιλιά. Όλα αυτά με τον τρόπο που τα δίδασκαν οι αρχιτέκτονες της Τυρρηνίας και του Λατίου και που τα είχαν με την σειρά τους διδαχθεί από Έλληνες αποίκους. Έλληνες δίδασκαν τρόπο ζωής, τέχνη και πολιτισμό στα διάφορα βασίλεια της Ιταλίας. Τώρα θα γίνονταν οι δάσκαλοι και στο νέο βασίλειο που εκυοφορείτο στα όνειρα του Ρωμύλου.
Ο Ρωμύλος κοίταξε όλο το συγκρότημα του παλατιού, καθώς και τα υπερπολυτελή διαμερίσματα του βασιλικού ζεύγους. Θαύμασε τον πλούτο και την αρχοντιά. Αλλά φοβήθηκε κιόλας. Δεν ήταν τόσο πολυτελή τα παλάτια στην Άλβα Λόγκα. Έπειτα αυτός είχε μεγαλώσει στην καλύβα του χοιροβοσκού, τόσο μακριά δεν έφταναν τα όνειρά του. Η Ερσίλια το κατάλαβε. Του έσφιξε το χέρι.
«Το παλάτι του βασιλιά είναι η δύναμή του. Όλος αυτός ο πλούτος θα τραβήξει τον θαυμασμό των γεωργών και των ποιμένων που κατοικούν εδώ, αλλά και όποιων άλλων κατοικήσουν στην περιοχή. Θα καταλάβουν ότι μέσα σε ένα τέτοιο αρχοντικό μόνον κάποιος ανώτερός τους, σπουδαίος και σημαντικός αλλά και ευνοημένος από τους θεούς, μπορεί να κατοικεί. Μέσα από αυτό το παλάτι θα μπορείς να δείξεις στον λαό σου την δύναμή σου, γι’ αυτό στέκεσαι ψηλότερα από αυτούς, αλλά θα δείξεις και την ανθρωπιά σου. Ό,τι θα τους προσφέρεις, θα σε κάνει και πιο σπουδαίο στην συνείδησή τους. Μόνον έτσι θα κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους για να μπορείς να τους οδηγήσεις όπου θέλεις. Θα τους καλείς και υπάκουα θα σε ακολουθούν. Σεβασμός, υπακοή, φόβος. Αυτοί είναι οι εγγυητές της επιτυχίας της εξουσίας ενός βασιλιά».
Ομολογουμένως η σκέψη του δεν είχε φτάσει τόσο μακριά. Το βασίλειο, η πόλη προϋποθέτει μια κοινωνική πραγματικότητα και τα των κοινωνιών δεν είναι ποτέ απλά. Γιατί δεν είναι το άθροισμα, ο αριθμός των μελών που συναπαρτίζουν μια κοινωνία. Είναι τα θέλω και οι ανάγκες των ανθρώπων της, που για να συνυπάρξουν ομαλά, για να υπάρξει αρμονία, σημάδι ευνομούμενης πολιτείας, πρέπει να βρεθεί ανάμεσά τους η χρυσή τομή. Γύρισε να το πει στην όμορφη συντρόφισσά του, αλλά διαπίστωσε πως βρισκόταν μόνος στην κορυφή του Παλατίνου λόφου, ανάμεσα σε δέντρα που θα έπρεπε να κοπούν, για να αφήσουν χώρο να χτιστεί το κέντρο του βασιλείου, το ανάκτορο.