Κωνσταντίνος Καβάφης, δυο ποιήματα για τον έρωτα

 

Ι.  Γκρίζα

Κυττάζοντας ένα οπάλιο μισό γκρίζο

θυμήθηκα δυο ωραία γκρίζα μάτια

που είδα· θά ‘ναι είκοσι χρόνια πριν…

Για ένα μήνα αγαπηθήκαμε.

Έπειτα έφυγε, θαρρώ στην Σμύρνη,

για να εργασθεί εκεί, και πια δεν ιδωθήκαμε.

Θ’ ασχήμισαν – αν ζει – τα γκρίζα μάτια·

θα χάλασε τ’ ωραίο πρόσωπο.

Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ως ήσαν.

Και, μνήμη, ό,τι μπορείς από τον έρωτά μου αυτόν,

ό,τι μπορείς, φέρε με πίσω απόψε.

 

Προσέγγιση. Ας  αναπτύξουμε την εικόνα. Έχει νυχτώσει από ώρα. Και ο ποιητής μόνος του κοιτάζει κάποια πετράδια που έχει στην κατοχή του. Μέχρι που η  ματιά σταματά σε ένα γκρίζο πετράδι από οπάλιο. Το γκρίζο οπάλιο απετέλεσε την αιτία, ώστε από τα τρίσβαθα της μνήμης του να αναδυθεί  ένα έρωτας, που άνθισε πριν από είκοσι χρόνια και κράτησε μόνον έναν μήνα. Έπειτα χάθηκε κάπου στην Σμύρνη. Εκεί που κάλεσαν το όμορφο αγόρι με τα γκρίζα μάτια οι ανάγκες της επιβίωσης. Από τον έρωτα αυτόν ο ποιητής κράτησε μόνον τα ωραία γκρίζα μάτια. Και αυτά θέλει να θυμάται.  Σκέψεις πως μετά από είκοσι χρόνια ο νέος, αν ακόμη ζει,  θα έχει μεγαλώσει αρκετά, ώστε τα όμορφα γκρίζα του μάτια να έχουν ασχημήνει, δεν τον βοηθούν καθόλου και δεν γεμίζουν το απέραντο κενό  της μοναξιά του. Βιάζεται να τις διώξει. Από την μνήμη του ζητά να ζωντανέψει ανέπαφη την εικόνα του ωραίου εραστή με τα όμορφα γκρίζα μάτια και από το ερμάρι των ερώτων του να του φέρει στην επιφάνεια ό,τι έχει σχέση με αυτόν τον παλιό έρωτα, να του ξαναδώσει σήμερα την δύναμη και την ζωντάνια που είχε τότε, ώστε να μπορέσει και ο ίδιος  μέσα από τις μνήμες  του παρελθόντος να γεμίσει την ατέλειωτη μοναξιά του. Με ό,τι και με όσα  ράκη η μνήμη μπορεί να ανασύρει από ένα τόσο μακρινό παρελθόν.

 

ΙΙ. Μέρες του 1903

Δεν τα ηύρα πιά ξανά – τα τόσο γρήγορα χαμένα…

τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό

το πρόσωπο… στο νύχτωμα του δρόμου…

Δεν τα ηύρα πιά – τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην όλως,

που έτσι εύκολα παραίτησα

και που κατόπιν με αγωνίαν ήθελα.

Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,

τα χείλη εκείνα, δεν τα ηύρα πιά.

 

Προσέγγιση:  Μια διαφορετική εικόνα σε αυτό το ποίημα από τις αναμνήσεις του ποιητή πάνω στον ίδιο καμβά. Στον καμβά των ερώτων του.  Ο ποιητής σε ώρες μοναξιάς και περισυλλογής αναδεύει πάλι τις μνήμες του και πάλι έρχονται στο προσκήνιο δυο μάτια. Όχι γκρίζα αυτήν την φορά. Δυο μάτια ποιητικά. Πώς να εννοεί ο ποιητής τα ποιητικά τα μάτια άραγε; Μελαγχολικά; Προβληματισμένα; Σκεπτικά; Όλα μαζί ίσως; Δυο ποιητικά μάτια, λοιπόν, που συνοδεύονται από πρόσωπο χλωμό και δυο  χείλη. Αυτά συνθέτουν την εικόνα του  εραστή της μιας βραδιάς, που μετά το τέλος του ερωτικού σμιξίματος ο ποιητής εξαφανίστηκε σαν τον κλέφτη, σαν να ήθελε να ξεχάσει ό,τι έγινε, να μην θυμάται. Ντροπή; Ενοχές; Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι ο ποιητής σχεδόν αμέσως μετά το σκασιαρχείο του άρχισε να αναζητά με αγωνία τον χλωμό εραστή της μιας τυχαίας βραδιάς. Αλλά, όπως ο ίδιος με πίκρα ομολογεί: «δεν τα ηύρα πια».

Έτσι, με σύντομες σιωπές, με μικρές σιωπηλές φράσεις, με σκόπιμες ελλειπτικές προτάσεις εκφράζει το πόσο μετάνοιωσε που δεν προχώρησε την τυχαία αυτήν ερωτική συνάντηση. Ίσως, αν πέρα από τα κορμιά  μιλούσαν τα λόγια, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, ίσως να μην ήταν τόσο μόνος.  Απόψε και πάντα μόνος. Όλη του την ζωή μόνος.

Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν από τον ποιητή το 1916, δηλαδή πριν από έναν αιώνα. Για μια ακόμη φορά ο δημιουργός διαπραγματεύεται με τον τρόπο του το αιώνιο πρόγραμμα της μοναξιά του ανθρώπου, άλλοτε ως απόφαση επιλογής, άλλοτε ως απόφαση παρορμητισμού, άλλοτε ως απόρροια συμπτώσεων και τύχης.

Αυτή είναι η ποίηση του Καβάφη. Πέρα για πέρα ανθρώπινη, δυνατή, αξεπέραστη, γι αυτό και αιώνια ερωτική.

 

 

 

 

 

One thought on “Κωνσταντίνος Καβάφης, δυο ποιήματα για τον έρωτα”

Σχολιάστε