Το ποίημα
Την μια μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι _
οι όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφήνουν.
Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει,
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.
Η προσέγγιση
Με ύφος χαμηλό, μουρμουρίζοντας, θα λέγαμε, ο ποιητής αναλογίζεται μια σειρά ημερών ίδιων και απαράλλακτων, που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτε το διαφορετικό. Αναλογίζεται μια ζωή μονοσήμαντη, χωρίς νόημα και ενδιαφέρον. Πρόκειται για μια ζωή άφιλη, άχρωμη, άνοστη, θλιβερή. Μια τέτοια ζωή αποπνέει μιζέρια και πνευματική ένδεια. Αυτή η μονοτονία δηλητηριάζει την ανθρώπινη ύπαρξη και τη βάζει στο περιθώριο. Είναι ένας θάνατος εν ζωή.
Δεν υπάρχει η ελπίδα του αύριο. Το «αύριο θα ξημερώσει μιαν άλλη ημέρα», που έλεγε η ηρωίδα στο έργο Όσα παίρνει ο άνεμος, εδώ δεν βρίσκει τόπο να χωρέσει. Μέσα σε μια τέτοια μονότονη ζωή το μόνο που μπορεί να βρει κανείς είναι το απέραντο κενό. Αυτό το κενό, που γεννά φόβους και ανασφάλειες, προβληματισμούς και τάσεις φυγής, διάθεση να πας αλλού, όπου ίσως βρεις άλλα ενδιαφέροντα να σε κρατήσουν ζωντανό. ΑΛΛΑ ΠΟΥ;
Και έτσι με το μετέωρο βήμα του πελαργού ακροβατείς ανάμεσα στο τώρα ή στο ποτέ, στο κάτι ή στο τίποτε, μέχρι να συνειδητοποιήσεις την αβουλία, την ατολμία που σε κατέχει και σε οδηγεί στο πουθενά, στο κενό, στο αδιάφορο. Κι εδώ σε θέλω. Τώρα που συνειδητοποίησες την πηγή, την αιτία της μονοτονίας και της μιζέριας σου τι θα κάμεις; Θα κατάλαβες βέβαια ότι όλα ξεκινούν από μέσα σου, από το πώς χτίζεις τον κόσμο στην ψυχή σου και γύρω σου. Τι θα κάμεις λοιπόν; Θα αλλάξεις τη ζωή σου; Θα τολμήσεις ή χτυπημένος θανάσιμα από την απαισιοδοξία θα πεις σαν τον ποιητή, «…έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ, στην πόλη ετούτη τη μικρή, σ’ όλη τη γη τη χάλασες…». Και θα αφεθείς να συνεχίσεις από την εν ζωή ανυπαρξία, στην εν θανάτω ανυπαρξία, χωρίς τίποτε ανάμεσά τους.
Χρύσα