Για τις ανθρώπινες σχέσεις

Την ανάρτηση ανέβασε η αγαπημένη μου Αιμιλία Βλαχογιάννη Ph.D του ΕΚΠΑ.

Αξίζει τον κόπο να διαβαστεί ή καλύτερα να μελετηθεί.

Με την αγαπημένη φίλη Antonia Dimogeronta γνωριστήκαμε σε ένα καταπληκτικό επιμορφωτικό σεμινάριο 10 ημερών( θεωρώ το πιο ενδιαφέρον από αυτά που έχω συμμετάσχει),το οποίο παρακολουθήσαμε με υποτροφία από το Ι.Κ.Υ. Πραγματοποιήθηκε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο της Γαλλίας, λίγο έξω από το Παρίσι. Απευθυνόταν σε υψηλόβαθμα στελέχη της εκπαίδευσης όλης της Ευρώπης. Ένα άτομο από κάθε χώρα και εμείς, δύο Ελληνίδες. Ευνοϊκή συγκυρία για την έναρξη της φιλίας μας. Μιλώντας αυτές τις μέρες στο τηλέφωνο μαζί της για παιδαγωγικά θέματα, μοιράζομαι μερικές επιστημονικές θέσεις, μια και οι σχέσεις των ανθρώπων πολλές φορές, παρουσιάζοντας αλληγορικές» δυστοπικές», χρήζουν συμβουλευτικής.

1.Μερικές φορές οι άνθρωποι διατηρούν μια βασική πεποίθηση πολύ ισχυρή. Όταν όμως εμφανίζονται αποδείξεις που υποστηρίζουν το αντίθετο, τα καινούρια αυτά στοιχεία δεν μπορούν να τα αποδεχθούν. Αυτό τους δημιουργεί μια εξαιρετικά δυσάρεστη αίσθηση που ονομάζεται γνωστική ασυμφωνία. Εξορθολογίζουν με δογματισμό, αγνοούν ή αρνούνται οτιδήποτε δεν ταιριάζει με τη βασική τους πεποίθηση» (Frantz Fanon) η οποία δε βασίζεται σε τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία. Γιατί έτσι το σκέφτηκαν μόνοι τους με τη δική τους λογική.

Αμαθία μεν θράσος, λογισμός δ οκνον( δισταγμό) φέρει, όπως λέει ο Θουκυδίδης.

2.. Απουσιάζει η συναισθηματική νοημοσύνη.

Η αυτοεπίγνωση, η αναγνώριση δηλαδή των συναισθημάτων την ώρα που δημιουργούνται, το οποίο θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος της συναισθηματικής νοημοσύνης( DANIEL GOLEMAN)

Αποκρυπτογραφούμε τις αντιδράσεις μας και βλέπουμε γιατί αντιδράσαμε με αρνητικό, εριστικό τρόπο προς τον άλλο. Πίσω από τον τρόπο αυτόν αναζητούμε ποιό συναίσθημα υποφώσκει ή υποβόσκει και γιατί. Ανεπάρκεια, απωθημένα,, συμπλέγματα, ζήλεια, θυμός;

ή γιατί αντιδράσαμε με καλό τρόπο στην ίδια περίπτωση( επάρκεια, έλλειψη ανταγωνισμού, κατανόηση, καλοσύνη).

Η συναισθηματικη νοημοσύνη, δεν έχει να κάνει με τυπικά προσόντα και πτυχία.

Αφορά στις αυτοαντιληπτικές ικανότητες, στη διαχείριση των σχέσεών μας και την καλόπιστη κατανόηση.

«O καθένας μπορεί να θυμώσει – αυτό….. είναι εύκολο. Αλλά το να θυμώσει κανείς με το σωστό άτομο, στο σωστό βαθμό και στη σωστή στιγμή, για τη σωστή αιτία και με το σωστό τρόπο……, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο»

(Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια)

3.Τέλος ένας τρόπος διαχείρισης της συμπεριφοας είναι οι βασικοί κανόνες της διαλεκτικής.

Είμαστε καλόπιστοι

Δεν είμαστε δογματικοί

Διαφωνούμε κόσμια.

Παραθέτουμε στοιχεία σοβαρής επιχειρηματολογίας

Σεβόμαστε τον συνομιλητή μας

Εφαρμόζουμε την τέχνη του ακούειν

Επεξεργαζόμαστε τα λόγια του συνομιλητή μας

Δεν ακούμε συνέχεια τον εαυτό μας και πριν τελειώσει ο άλλος δεν προβαίνουμε στην έκφραση της δικής μας ατεκμηριώτης άποψης.

Συνδυάζουμε θέσεις

Κάνουμε χώρο στον ειδικό.

Κάθε άνθρωπος χρειάζεται «Διαφοροποιημένη Παιδαγωγικη» ,Pedagogie Differanciee, γιατί υπάρχουν διαφορετικοί τύποι μάθησης, ( Αιμιλία Βλαχογιάννη, Διδακτικές προσεγγίσεις στα φιλολογικά μαθήματα, εκδ. Τυπωθήτω, Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2006).

Τα όρια, η ευγένεια, η αγωγή, η ενσυναίσθηση, η καλοσύνη, ο αυτοέλεγχος, η ανακάλυψη της συμπεριφοράς μας, η αναγνώριση και η αναθεώρησή της δηλώνουν το σκεπτόμενο άτομο, την σοφία ζωής που οφείλουμε να προσθέτουμε στην προσωπικότητά μας με την πάροδο των χρόνων. Το έθος ( συνήθεια) μετατρέπεται σε ήθος, κατά τον Πλάτωνα. Οι συνήθειες δημιουργούν το χαρακτήρα μας και ο χαρακτήρας μας είναι η μοίρα μας.

Η ποιότητα της ζωής μας δεν εξαρτάται τόσο απ’ αυτά που μας συμβαίνουν, αλλά περισσότερο από το πώς αντιδρούμε σ’ αυτά που μας συμβαίνουν.

(Anthony Robbins, 1960)

«(…) καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἷναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας» (ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, «Πανηγυρικός»,).

……

Ήρωες άνθρωποι

Οι άνθρωποι πάντοτε αναγνώριζαν ήρωες. Πρώτα λάτρεψαν ήρωες και έπειτα θεούς. Η δημιουργία ηρώων συνδέεται άμεσα με τις εποχές και τις ανάγκες των ανθρώπων. Συνεπώς τα κριτήρια ηρωοποίησης διαφέρουν από εποχή σε εποχή. Στην αρχαιότητα για να  συμπεριληφθεί κάποιος στο πάνθεον των ηρώων  έπρεπε να προσφέρει  στο κοινωνικό σύνολο το λιγότερο έναν μεγάλο άθλο. Ας θυμηθούμε τον  Ηρακλή ή τον Θησέα. Στους αγώνες του 21 καταστερώθηκαν άντρες όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης ή ο Ανδρούτσος. Σήμερα βέβαια τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν χρειάζεται κάποιος να σκοτώσει το λιοντάρι της Νεμέας, να γίνει τουρκοφάγος ή να εξοντώσει τον Προκρούστη για να γίνει ήρωας. Στην σημερινή πραγματικότητα ήρωας θεωρείται και αυτός ο οποίος λειτουργεί με βάση τις αρχές του ανθρωπισμού. Η αυτοθυσία, η τιμιότητα, η καλοσύνη, η ανθρωπιά είναι αρετές που αν εκφραστούν κοινωνικά είναι δυνατόν να αναδείξουν κάποιον σε ήρωα.

Κάποτε οι ήρωες πολεμούσαν για τους ανθρώπους.  Οι ήρωες της εποχής μας πολεμούν για να σώσουν την ανθρωπιά.   Όλοι όσοι συμπάσχουν όταν βλέπουν τους άλλους να πονάνε ή να πεινάνε και σπεύδουν αλληλέγγυοι να τους βοηθήσουν, χωρίς να προσδοκούν προσωπικά οφέλη, είναι σύγχρονοι ήρωες. Ηρωικά παρακάμπτουν το γνωστό «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος» και το ίδιο ηρωικά μεταβάλλονται σε αγγέλους βοήθειας. Ο σύγχρονος λοιπόν ήρωας φορά το ένδυμα της καθημερινότητας, την φόρμα του εργάτη, την ποδιά της νοικοκυράς, την στολή του στρατιώτη και αγωνιστή της ισότητας και της δικαιοσύνης και συντρέχει στον ανθρώπινο πόνο και στην ανθρώπινη ανάγκη.

Παράλληλα με τον ήρωα της προσφοράς και της αλληλεγγύης  συμπορεύεται και ο ήρωας της διπλανής πόρτας. Είναι αυτός  που μοχθεί για να βγάλει το ψωμί του χωρίς να καταφεύγει σε αθέμιτους τρόπους πλουτισμού. Είναι ο ηρωισμός της καθημερινότητας, που γίνεται ακόμη πιο σημαντικός, όταν ο άνθρωπος βαδίζει τον δρόμο του σκληρού μόχθου ασυμβίβαστος και αξιοπρεπής. Εκεί φτάσαμε. Στην εποχή των πλαστικών συνειδήσεων το να επιλέγει κανείς την τιμιότητα, να αντιστέκεται στις εύκολες προκλήσεις του καιρού, να μένει πιστός στον εαυτό του και να μην τον ψευτίζει είναι ηρωισμός. Σε αυτούς τους αφανείς ήρωες αναφέρεται ο Σεφέρης όταν λέει: ‘’Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά’’ (Ο τελευταίος Σταθμός, συλλογή: Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄). Είναι αυτοί οι οποίοι υπηρετούν  τους πάσχοντες συνανθρώπους τους και με αταλάντευτη την συνείδηση παραμένουν σταθεροί στις αιώνιες αξίες της ανθρωπιάς και της δημοκρατίας.

Για μας αυτοί είναι οι πραγματικοί ήρωες, που δρουν έξω και πέρα από τα φώτα της δημοσιότητας για το κοινό καλό κάθε στιγμή που το απαιτεί. Η κοινωνία μας, κοινωνία του καπιταλισμού και της άμετρης κατανάλωσης, έχει γεννήσει πολλούς ανθρώπους έτοιμους για κοινωνικούς άθλους, ανθρώπους άξιους να γίνουν  ηρωικά πρότυπα  στις νέες γενιές. Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να προβάλλονται στους νέους.  Οι ήρωες αυτοί όμως δεν ανταποκρίνονται στα πρότυπα ζωής που η διαφήμιση θέλει να επιβάλει. Επιβάλλεται λοιπόν οι νέοι μας να καθοδηγηθούν έτσι, ώστε να μάθουν να διακρίνουν και να εκτιμούν τον πραγματικό ήρωα από τον φτιαχτό που  υπηρετεί τις σκοπιμότητες του κεφαλαίου. Σε αυτήν την  περίπτωση, αν η διαφώτιση λειτουργήσει στο πλαίσιο της κοινωνικής παιδαγωγικής,  αν τελικά επιτύχει  να στρέψει την κοινή γνώμη προς την κατεύθυνση της ανθρωπιάς και της δημοκρατίας, αν κερδίσει την μάχη  στην προσπάθεια να επιβάλει τις αιώνιες αξίες του ανθρωπισμού ως ύψιστες ηρωικές πράξεις, (άθλος τεράστιος, ισάξιος με αυτόν της Λερναίας Ύδρας),  τότε θα μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτόν τον κόσμο.

Πώς φτάσαμε στον θεσμό του σχολείου;

Το σχολείο ως θεσμός ανήκει στο κοινωνικό εποικοδόμημα. Οι κοινωνίες των ανθρώπων ίδρυσαν τον θεσμό αυτόν με σκοπό να υπηρετήσει τις ανάγκες τους. Αλλά για να τις υπηρετήσει, πρέπει να τις ακολουθεί. Με δεδομένο ότι οι κοινωνίες εξελίσσονται, οφείλει και το σχολείο να ακολουθεί τις εξελίξεις και να αναπροσαρμόζεται. 

Η κοινωνική αναγκαιότητα του σχολείου φάνηκε περισσότερο μετά το 1800, δηλαδή από την  εποχή της δεύτερης και πιο δυναμικής βιομηχανικής επανάστασης. Διότι τότε τέθηκε επί τάπητος το αίτημα. Οι νέοι ώφειλαν να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν, προκειμένου να χειρίζονται καλύτερα τις μηχανές. Μια πραγματικότητα που κανείς δεν μπορούσε ούτε μπορεί να την παραβλέψει, επειδή σχετίζεται άμεσα με την επιβίωσή του.

Κι αν αυτό για τις άλλες κοινωνίες, τα άλλα κράτη,  θεωρήθηκε ως κάτι το πολύ φυσιολογικό και ο θεσμός δεν αντιμετώπισε προβλήματα προσαρμογής του στις εξελίξεις, για την ελληνική κοινωνία μετά την απελευθέρωσή της,  όπως συνέβη και με πολλούς άλλους τομείς, έτσι και ο θεσμός της εκπαίδευσης βρέθηκε μπροστά σε σκοπέλους και υφάλους πολλάκις αδιάβατους.  Διότι κλήθηκε ανάμεσα στα άλλα να δώσει απαντήσεις και σε δυο πολύ σημαντικά θέματα. Από την μια να συνειδητοποιήσει ότι στο εξής θα λειτουργεί ως κράτος εντός καθορισμένων γεωγραφικών ορίων. Και όλοι γνωρίζουμε πόσο σημαντική είναι για την ψυχολογία των κατοίκων ενός τόπου η γεωγραφία του. Από την άλλη πάλι έπρεπε να αναζητήσουν οι Έλληνες την πραγματική τους ταυτότητα. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο συμπληγάδες, που δεν ήσαν οι μόνες,  η ελληνική κοινωνία συνεθλίβη ουκ ολίγες φορές. Και ο θεσμός του σχολείου της ακολούθησε την μοίρα της.

Έτσι, το κίνημα της Νέας Αγωγής που στα άλλα κράτη της Ευρώπης και της Αμερικής αντιμετωπίστηκε ως μια καλή ευκαιρία αναδιοργάνωσης και αναπροσαρμογής των κοινωνιών τους για την καλύτερη προκοπή τους, στην Ελλάδα αντιμετωπίστηκε πάντοτε με καχυποψία, με συνέπεια ο σχολικός θεσμός,  σαν τα καράβια του Οδυσσέα ή των Αργοναυτών, να τσακιστεί στους βράχους της συντήρησης, του φόβου, των μικροκομματικών συμφερόντων.

Το κίνημα της Νέας Αγωγής

 Κάτω από τη γενική ονομασία κίνημα Νέας Αγωγής στεγάζονται κυρίως οι εκπαιδευτικές προτάσεις που διετύπωσαν προοδευτικοί παιδαγωγοί της Ευρώπης και της Αμερικής στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου  και θέτουν στο  κέντρο της εκπαίδευσης το παιδί.

Ως η ραχοκοκαλιά του κινήματος αυτού θεωρείται ο Dewey, ο οποίος ομολογεί ότι επηρεάστηκε πολύ από τις ιδέες του Rousseau και του Pestalozzi. Κατά το τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αι. συνέβησαν ποικίλες και σημαντικές αλλαγές στον Ευρωπαϊκό χώρο, οι οποίες διαφοροποίησαν όχι μόνο τη δομή της κοινωνίας, αλλά και τη συμπεριφορά των ανθρώπων, με συνέπεια να επηρεάσουν και τον παιδαγωγικό χώρο του σχολείου. Οι αρμοδιότητες του σχολείου διευρύνθηκαν σημαντικά, με δεδομένο μάλιστα το γεγονός ότι είχε αρχίσει ενωρίτερα να αναπτύσσεται το σχολικό δίκτυο με τη θέσπιση της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως  και να δημιουργούνται σταδιακά λαϊκά σχολεία.

Το έργο του παιδαγωγού.

Το έργο ενός παιδαγωγού, είναι δυνατό να ενταχθεί στη νέα εκπαιδευτική αντίληψη με βάση δύο κριτήρια: το ένα κριτήριο είναι η θέση που δίνει στο παιδί· το άλλο είναι ο τρόπος που η παιδαγωγική μελετά το παιδί ή τον έφηβο. Μ’ αυτό το πνεύμα θεωρούμενη η σύγχρονη παιδαγωγική αντίληψη παρουσιάστηκε σαν αντίδραση στο νοησιαρχικό σχολείο μάθησης του Herbart. Μία σύγκριση ανάμεσα στην κατεστημένη ή παλιά παιδαγωγική αντίληψη του Herbart και στη νέα εκπαιδευτική αντίληψη στα κύρια σημεία τους θα δείξει ότι:

-στη νέα παιδαγωγική πεδίο εκκίνησης είναι η αυτοδυναμία του παιδιού, ενώ στην παλιά παιδαγωγική το παιδί δεν θεωρείται αυτοδύναμη ύπαρξη, αλλά αντικείμενο υπό διαμόρφωση.

-Στη νέα παιδαγωγική το παιδί ή ο έφηβος έχουν τη δική τους αποκλειστική υπόσταση, ενώ στην παλαιά παιδαγωγική το παιδί ή ο έφηβος θα αποκτήσει την υπόστασή του μόνο αν  εξομοιωθεί νοητικά, κοινωνικά, ηθικά και ψυχολογικά με τους ώριμους.

-Στη νέα παιδαγωγική, για τον τρόπο μελέτης του παιδιού ή του εφήβου λαμβάνονται υπ όψει τα σχετικά επιστημονικά δεδομένα, ενώ στην παλαιά παιδαγωγική η μελέτη των προβλημάτων του παιδιού ή του εφήβου στηριζόταν στις προσωπικές διαισθήσεις.

-Η νέα παιδαγωγική αναγνωρίζει ότι το παιδί αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο και στην εξέλιξή της προσπαθεί να προσδιορίσει αυτή την ιδιαιτερότητα με την επιστημονική έρευνα. Η παλαιά παιδαγωγική στηρίζεται στην άποψη ότι το παιδί δεν διαφέρει από τους ώριμους, αλλά είναι ένας μικρός άνθρωπος που πρέπει να μεγαλώσει για να τελειοποιηθεί.

Ο διάλογος που αναπτύχθηκε από τις ανανεωτικές αυτές προσπάθειες συνοψίστηκε στις εξής προτάσεις:

1) Βασική προϋπόθεση για μια φυσιολογική ανάπτυξη του αναπτυσσόμενου ατόμου είναι η ελευθερία.

2) Η καλλιέργεια διαφέροντος αποτελεί κίνητρο για κάθε δραστηριότητα

3) Ο ρόλος του δασκάλου μεταβάλλεται και από ειδικός στα προβλήματα και τις ασκήσεις γίνεται καθοδηγητικός.

4) Τα πορίσματα της ψυχολογίας και της φιλοσοφίας γίνονται τα θεμέλια της παιδαγωγικής και επιβάλλεται η επιστημονική εξέταση της ανάπτυξης  του παιδιού.

5) Συνιστάται μεγαλύτερη προσοχή όλων των επιδράσεων πάνω στη σωματική ανάπτυξη του αναπτυσσόμενου ανθρώπου.

6) Απαιτείται συνεργασία μεταξύ σχολείου και γονέων για την αντιμετώπιση των δυσκολιών του παιδιού.

7) Τέλος, στόχος της εξέλιξης της παιδαγωγικής γίνεται το προοδευτικό σχολείο.                                                                                                                

Παιδαγωγική και παιδαγωγός

Δεν υπάρχει σπουδαιότερο πράγμα για τον άνθρωπο, από το να φροντίζει και να διαπαιδαγωγεί τον άνθρωπο. Η δραστηριότητα εντάσσεται στο χώρο της ανθρώπινης δημιουργίας, γιατί το να δίνεις στην κοινωνία ολοκληρωμένους ανθρώπους, με συγκροτημένη προσωπικότητα, με άριστα δομημένο το περιεχόμενο της σκέψης, είναι η σημαντικότερη δημιουργία. Εργαλείο για την επιτυχία αυτού του σκοπού είναι η παιδαγωγική, η άσκηση παιδαγωγικού έργου. Η Παιδαγωγική Επιστήμη αποβλέπει αφενός στην ατομική ανάπτυξη του μαθητή και αφετέρου στην κοινωνική του εξέλιξη. Ως εκ τούτου με το έργο της συμβάλει σημαντικά στην εξέλιξη και την πρόοδο των κοινωνιών.

Η παιδαγωγική ως ανθρώπινη δραστηριότητα έχει πανάρχαια ιστορία. Από την αρχαιότητα ακόμη το πρόβλημα της διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου έχει απασχολήσει φιλοσόφους, πολιτικούς, αισυμνήτες και όχι μόνο. Γι αυτό για πολλά χρόνια η παιδαγωγική δεν λειτούργησε ως αυτοτελής επιστήμη. Ήταν πάντα εγκλωβισμένη στην φιλοσοφία και την ψυχολογία. Τα νεώτερα χρόνια όμως κρίθηκε, και πολύ σοφά μάλιστα, ότι η παιδαγωγική επιβάλλεται να αυτονομηθεί και να λειτουργήσει αυτόνομα με τις δικές της μεθόδους, πειραματικές και φιλοσοφικές για την αντιμετώπιση των ποικίλων προβλημάτων της, τα οποία διαρκώς αναφύονται και πολλαπλασιάζονται, όσο η κοινωνία των ανθρώπων γίνεται πιο σύνθετη.

Αντικείμενο της Παιδαγωγικής. Αντικείμενο της παιδαγωγικής επιστήμης αποτελεί η μελέτη του φαινομένου της αγωγής. Δηλαδή η παιδαγωγική επιστήμη μελετά το φαινόμενο της αγωγής του αναπτυσσόμενου ανθρώπου, τη διαδικασία της παιδείας και τα συναφή με αυτήν προβλήματα.

Ο Παιδαγωγός. Η λέξη παιδαγωγός είναι ελληνική. Σημαίνει αυτόν που αναλαμβάνει την ευθύνη της φροντίδας ενός παιδιού. Από τη λέξη αυτή, η οποία είναι σύνθετη από το ρήμα άγω και το ουσιαστικό παις, προήλθε το ρήμα παιδαγωγώ και το ουσιαστικό παιδαγωγική, εν χρήσει σήμερα σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Η θέση και ο ρόλος του παιδαγωγού διέφεραν στις διάφορες ιστορικές περιόδους και συνδεόταν πάντα με τον τύπο του ανθρώπου, που επιθυμούσε η κάθε κοινωνία, για να την υπηρετήσει. Εδώ να αναφερθούμε παραδειγματικά στην εποχή του Ομήρου, της Αθήνας, της Σπάρτης. Στον Όμηρο για παράδειγμα ο Αχιλλέας έχει σπουδαίους παιδαγωγούς, που του μαθαίνουν τις αξίες και τις αρχές της κοινωνίας, την οποία κλήθηκε να υπηρετήσει. Ο σοφός κένταυρος Χείρων και ο Φοίνικας ήταν οι παιδαγωγοί του. Την εποχή του Ομήρου όμως τους δούλους τους είχαν μόνο για τις οικιακές ασχολίες και ως φαίνεται έκρυβαν απεριόριστο σεβασμό για την ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση των νέων.

Στους κλασικούς χρόνους αντίθετα, που η δουλεία γίνεται οργανικό τμήμα της ζωής, την διαπαιδαγώγηση των νέων αναθέτουν στους δούλους. Ένας δούλος όμως δεν έχει την ελεύθερη ψυχή και προσωπικότητα να διδάξει και να διαπαιδαγωγήσει νέους ανθρώπους. (Ας αναλογιστούμε εδώ τα σοφά λόγια του Εύμαιου, του δούλου του Οδυσσέα. «ήμισυ γαρ τ’ αρετής αποαίνυται Ευρύοπα Ζευς ανέρος, εύτ’ αν μιν κατά δούλιον ήμαρ έλησιν»). Και όχι μόνο αυτό, αλλά επειδή είχε και το δικαίωμα να τιμωρεί τον διαπαιδαγωγούμενο, πολλές φορές έκανε κατάχρηση αυτού του δικαιώματος. Εύκολα επομένως μπορούμε να αντιληφθούμε το είδος της αγωγής που έπαιρναν οι νέοι  στην αρχαία Αθήνα. Θα μπορούσαμε νομίζω να αποδώσουμε ευθύνες για την παρακμή του πολιτισμού αυτού και σε αυτό το γεγονός. Γιατί η κοινωνία της κλασικής Αθήνας επιθυμούσε τον πολίτη εκείνον, που ασχολείται με τα κοινά. Τον πολυπράγμονα. Όπως λέει και ο Θουκυδίδης, εμείς αυτόν που δεν ασχολείται με τα κοινά τον θεωρούμε «αχρείον».

Στη Σπάρτη τη διαπαιδαγώγηση των νέων είχαν αναλάβει Σπαρτιάτες πολίτες, οι παιδονόμοι, με βασικό στόχο να δημιουργήσουν τον πολεμιστή, τον άνθρωπο του «ταν ή επί τας». Στην αρχαία Ρώμη την διαπαιδαγώγηση των νέων είχαν αναλάβει πάλι οι δούλοι. Άλλα οι Ρωμαίοι διάλεγαν δούλους παιδαγωγούς μορφωμένους Έλληνες. Όσο για το είδος των ανθρώπων που ήθελαν, ας μη πάρουμε για παράδειγμα μόνο τον Νέρωνα.

Στην Δύση κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους το έργο του διδασκάλου και παιδαγωγού ανελάμβαναν άποροι φοιτητές πανεπιστημίων και η αγωγή γινόταν στα σπίτια, στα οποία εκαλούντο να διδάξουν ως οικοδιδάσκαλοι. Ο Έρβαρτος και ο Ρουσσώ ως οικοδιδάσκαλοι διετύπωσαν τις πρωτοποριακές για την εποχή τους παιδαγωγικές τους απόψεις. Ο θεσμός του οικοδιδασκάλου διατηρήθηκε ως το 18ο αιώνα, οπότε και δημιουργήθηκαν τα λαϊκά σχολεία, μετά τη Γαλλική Επανάσταση.

Σήμερα ο παιδαγωγός θεωρείται ότι πρέπει να έχει υψηλή θεωρητική και πρακτική κατάρτιση στις επιστήμες της αγωγής, ενασχόληση με την επιστημονική παιδαγωγική έρευνα και αγωνία και μόχθο για την προαγωγή και εξέλιξη της παιδαγωγικής.

Η δίκη του Κολοκοτρώνη Οι ήρωες περπατούν στο φως

Όταν λέμε το όνομα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όλοι νοιώθουμε ότι αυτό δεν φτάνει. Χρειάζεται να προσθέσουμε έναν ακόμη χαρακτηρισμό, για να είμαστε ακριβείς. Έτσι λέμε: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Έλληνας ήρωας. Θα μιλήσω λοιπόν πρώτα για τους Έλληνες ήρωες και στην συνέχεια για τον ήρωά μας.

Ήρωες έχουν γεννήσει και οι Ελληνίδες μάνες. Έχουν γεννήσει βέβαια και προδότες. Αλλά εμείς τώρα θα μιλήσουμε για τους ήρωες. Σύμφωνα με την μυθολογία μας οι Έλληνες ήρωες και οι Ελληνίδες ηρωίδες είναι παιδιά που έχουν προέλθει από τον έρωτα ενός θεού και μιας θνητής ή μιας θεάς και ενός θνητού.  Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες ήρωες έχουν όχι μόνον την ανθρώπινη πνοή και μοίρα, αλλά και την θεία πνοή μέσα τους. Αυτή είναι που τους εμπνέει να κάνουν τα μεγάλα, τα σπουδαία και τα αληθινά. Ο Κολοκοτρώνης είναι ένας Έλληνας ήρωας, και ως γνήσιος ήρωας μπήκε με πάθος στην φωτιά και να αγωνιστεί για την Ελευθερία των Ελλήνων.

Για την υλοποίηση αυτού του σκοπού πολέμησε όχι μόνον με τους Τούρκους. Στις  αρχές του 19ου αιώνα που ξεκίνησε ο αγώνας της ελληνικής ανεξαρτησίας, η Τουρκία βρισκόταν σε κατάσταση σήψης. Ο ήρωάς μας όμως χρειάστηκε να πολεμήσει με όλη την Ευρώπη, που από το 1815  είχε στόχο  την κατάπνιξη κάθε εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ρωσία, Αυστρία, Πρωσία, Γαλλία, Αγγλία, Κάτω χώρες και όλα τα άλλα βασίλεια που υπήρχαν τότε δούλευαν γι αυτόν τον σκοπό.

Καταλαβαίνετε λοιπόν γιατί υποστηρίζω ότι ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι αγωνιστές χρειάστηκε να πολεμήσουν με όλη την Ευρώπη για την απελευθέρωση. Δεν θα μιλήσω όμως για μάχες ούτε καν του Κολοκοτρώνη. Θα περιοριστώ μόνο σε ένα γεγονός της ζωής του, για το οποίο θα έλεγε κάποιος ότι μας στιγματίζει ως λαό, ενώ εγώ θα υποστηρίξω ότι μας κάνει υπερήφανους.

Το 1827 ήλθε στην Ελλάδα ως πρώτος της κυβερνήτης ο Ιωάννης Καποδίστρια. Ο Κολοκοτρώνης και πολλοί άλλοι αγωνιστές τάχθηκε αμέσως στο πλευρό του, πίστεψε στον κυβερνήτη και στις προθέσεις του να κάνει την Ελλάδα ένα μεγάλο και ανεξάρτητο κράτος. Κάτι που δεν το ήθελαν οι ξένοι. Ο Κολοκοτρώνης επίσης πίστεψε και στην βοήθεια της Ρωσίας προς την Ελλάδα, η Ρωσία ήταν ομόδοξο κράτος.

Εν τούτοις, μετά την δολοφονία του κυβερνήτη και το χάος που σκόπιμα δημιούργησαν οι ξένες δυνάμεις στην χώρα για να πείσουν τους Έλληνες ότι είναι ανίκανοι να κυβερνηθούν ή να κυβερνήσουν και έχουν την ανάγκη των ξένων προστατών,  υποχώρησε, προκειμένου να ησυχάσει αυτός ο χιλιοταλαιπωρημένος τόπος, και δέχτηκε να έλθει το 1832 στην Ελλάδα ο βασιλιάς Όθων. Επειδή ο Όθων ήταν ανήλικος, μέχρι την ενηλικίωσή του ως το 1835 η Ελλάδα κυβερνήθηκε από μια αντιπροσωπεία Βαυαρών: τον Άρμανσμπεργκ, τον Μάουερ, τον Έιντεκ, τον Γκρένερ και τον Άμπελ.  

Οι άνθρωποι αυτοί αν και δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν τι σημαίνει Έλληνας ήρωας, εν τούτοις, φοβήθηκαν τους Έλληνες ήρωες. Από την αρχή λοιπόν που ήλθαν στην Ελλάδα έβαλαν σε εφαρμογή ένα μεγαλόπνοο  σχέδιο. Να απογυμνώσουν τους Έλληνες από τους ήρωές τους. Ένας λαός χωρίς ήρωες είναι ένας χαμένος λαός. Ένας τρόπος υπήρχε για αυτούς, προκειμένου να τους βγάλουν από την μέση και να μην φανούν στυγνοί δολοφόνοι. Να κατασκευάσουν άδικες δίκες.

Για τον Κολοκοτρώνη, τον πρώτο ήρωα, τον Πλαπούτα, και τους άλλους βρήκαν ψευδομάρτυρες, ντόπιους γραικύλους πολίτες και πολιτικούς, όπως αυτήν την μαϊμού τον Κωλέτη, να υποστηρίξουν ότι όλοι αυτοί με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη συνωμοτούσαν κατά του Όθωνα και ήθελαν να τον ρίξουν. Με αυτές τις ψευδείς κατηγορίες τους εισήγαγαν σε δίκη.

Ο Κολοκοτρώνης συνελήφθη στις 6 Σεπτεμβρίου του 1833 μαζί με τον Πλαπούτα, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους αγωνιστές. Φυλακίσθηκε στο Παλαμήδι σε ηλικία 63 ετών. Στις 16 Απριλίου του 1834, ξεκίνησε η δίκη του. Έγινε στο παλιό τζαμί του Ναυπλίου, της  πρώτης πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και τελείωσε στις 26 Μαΐου 1834.

Η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της ο πρώτος σταυροκοπήθηκε, ο δεύτερος αναλύθηκε σε λυγμούς. Το ακροατήριο έμεινε άναυδο. «Άδικα σε σκοτώνουν στρατηγέ…», ψιθύρισε στον Κολοκοτρώνη ένα από τα παλικάρια του, που του συμπαραστεκόταν. Η Ιστορία δεν έγραψε το όνομά του. Όμως κατέγραψε την απάντηση που έδωσε ο αγέρωχος πολέμαρχος: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα να σε σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια!».

Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης καταγόμενος από το Μελένικο Σερρών, της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας. Αρχικά απ όσα είχε ακούσει αυτές τις μέρες ήταν σχεδόν βέβαιος για την ενοχή των κατηγορουμένων. Οι Βαυαροί αντιβασιλείς είχαν καταφέρει να πείσουν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ότι οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι εσχάτης προδοσίας.

Μέλη του δικαστηρίου ήταν οι Γ. Τερτσέτης, ο Δ. Σούτσος, ο Α. Βούλγαρης και ο Φ. Φραγκούλης. Ο αντιβασιλέας Μάουερ είχε εκ των προτέρων αποφασίσει να πάρει τα κεφάλια των δύο ηρώων. Για την ευόδωση των σκοπών του χρησιμοποίησε τον υπουργό Δικαιοσύνης Κ. Σχινά και τον εισαγγελέα της έδρας, κάποιον Άγγλο Μάσoν.

Όταν η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε, ο Πολυζωίδης ως πρόεδρος κάλεσε το δικαστήριο σε διάσκεψη. Ο Μάουερ ήθελε να τελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες η διάσκεψη. Συνέβη, όμως ο Πολυζωίδης να έχει σχηματίσει ακλόνητη δικαστική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι ήσαν αθώοι.

Πρώτος πήρε τον λόγο ο Τερτσέτης και μίλησε για την αθωότητα των δύο πολέμαρχων. Ο Σούτσος που ήταν γαμπρός του Σχινά, ψήφισε υπέρ της καταδίκης σε θάνατο. Το ίδιο και οι  Βούλγαρης και Φραγκούλης. Μέχρι στα γόνατά τους έπεσαν ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης για να τους μεταπείσουν. Εκείνοι έσπευσαν στον υπουργό Δικαιοσύνης για να δουν τι θα κάνουν. Αυτός έγινε έξαλλος. Τους διέταξε να επιστρέψουν στην αίθουσα συσκέψεων. Ταυτόχρονα έστειλε αστυνομικούς κλητήρες για να φέρουν πίσω τους δύο αντιρρησίες, Τερτσέτη και Πολυζωίδη, που στο μεταξύ είχαν γυρίσει στα σπίτια τους.

Ο Σχινάς συνεννοείται με τον Μάουερ, σπεύδει με την επίσημη στολή του στο δικαστήριο και διατάσσει τους δύο διαφωνούντες να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη. «Εν ονόματι του βασιλέως σας διατάσσω να υπογράψετε την απόφαση», φωνάζει.

«Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι!», απαντά ο Πολυζωίδης.

«Δεν θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων», λέει ψύχραιμα ο Τερτσέτης.

Έξαλλος ο υπουργός Δικαιοσύνης παραγγέλλει στους αστυνομικούς κλητήρες να χρησιμοποιήσουν τις ξιφολόγχες για να σύρουν τους δύο νομικούς στην αίθουσα του δικαστηρίου. Οι χωροφύλακες εκτελούν την εντολή, τους χτυπούν, τους σκίζουν τα ρούχα. Θέλουν να τους εξευτελίσουν.

Ο Πολυζωιδης είπε:

“Το σώμα μου δύνασθε να το κάμητε όπως θέλετε, αλλά τον στοχασμόν μου, την συνείδησίν μου, δεν θα δυνηθήτε να τα παραβιάσητε”. 

Η απόφαση προκάλεσε μεγάλο σάλο. Λίγες ώρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη. Με την ενηλικίωσή του ο Οθων -αυτός «ο νεαρός Βαυαρός βλαξ», όπως τον αποκαλούσε ο Κάρολος Μαρξ- έδωσε χάρη.

Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης πέρασε στις φυλακές μεταχείριση που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Τούρκοι διώκτες του. Έζησε για εφτά μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία. Στα απομνημονεύματά του, που διηγήθηκε στον Τερτσέτη ο Κολοκοτρώνης αναφέρει με πόνο:

«Μ’ έβαλαν εννέα μήνες φυλάκιση, χωρίς να βλέπω κανέναν εκτός από τον δεσμοφύλακά μου. Δεν ήξερα τόσους μήνες τι γίνεται έξω, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, ποιον άλλον έχουν φυλακισμένο. Δεν ήξερα γιατί μ έχουν φυλακισμένο. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».

Τόσο ο Τερτσέτης όσο και ο Πολυζωίδης απολύθηκαν από τις θέσεις τους και οδηγήθηκαν σε δίκη για την στάση τους αυτήν. 

Ένα σύντομο απόσπασμα από τη απολογία των δικαστών. Είναι πολύ επίκαιρο στις ημέρες μας που τον ρόλο του ξένου δάχτυλου έχουν αναλάβει τα ΜΜΕ.

Είπε λοιπόν ο Τερτσέτης.

«Όταν κανείς ενδιαφέρεται για την τύχην ενός έθνους ή ενός ανθρώπου, πρέπει να τους μιλάει την γλώσσαν της λογικής και της αλήθειας. Θα ’θελα αν είναι δυνατόν να τ’ ακούσει ολόκληρη η Ελλάς. Τυχοδιώκτες κάθε χώρας έσπευσαν να την υπερασπιστούνε, πολύ λίγοι ενδιαφέρονται γι’ αυτήν από ζήλον αφιλοκερδή. Να ποιες νομίζω πως είναι οι απώτερες σκέψεις τους: “Η Ελλάδα μαστίζεται από διχόνοιες. Εκεί θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε πλούτη κι εξουσία ίσως, ποιος ξέρει”, λένε οι πιο επίσημοι, “αν δεν καταφέρουμε να καθίσουμε πάνω στον θρόνο του Άργους ή των Μυκηνών. Οι Έλληνες είναι αμαθείς και αγροίκοι. Ήτανε σκλάβοι των Τούρκων. Τώρα η σειρά μας να κυριαρχήσουμε πάνω τους και μ’ αυτό θα τους κάνουμε μεγάλη τιμή”.

Αν εμείς οι Έλληνες είμαστε σώφρονες, δεν πρέπει να αφεθούμε να μας θαμπώσουνε οι ψεύτικες και συμφεροντολόγες εκδηλώσεις τους. Πρέπει να κάνουμε χρήση των υπηρεσιών τους, να τους αμείψουμε γενναία. Να μη τους δώσουμε, όμως, παρά μια δευτερεύουσα εξουσία, όπου δεν θα μπορούν να κάνουν κατάχρηση. Να θυμόμαστε πάντα πως αυτοί που φωνασκούν περισσότερο για χάρη της ελευθερίας είναι άπληστοι για κυριαρχία και σκοταδισμό. Ο τόπος αυτός ήταν σκληρός. Το αίμα έχει κάνει το χώμα πέτρα. Το κλίμα είναι ύπουλο, βαρύ. Είτε από ελονοσία, όπως ο λόρδος Μπάιρον, είτε από πιστόλι και μαχαίρι θα πεθαίνουν οι ξένοι. Η Ελλάδα αργά ή γρήγορα ξερνάει τα ξένα σώματα που πάνε ν’ ακουμπήσουν επάνω της κι ας έχουν τις καλύτερες προθέσεις.

(απευθύνεται στον Άγγλο επίτροπο και του λέει)

Είσαι Εγγλέζος κι επειδή είσαι αλλοεθνής, δεν μπορείς να είσαι δίκαιος. Δεν μπορείς να δικάσεις Έλληνες. Ξέρεις να λες Ελλάδα στα ελληνικά, μα τίποτα δεν νιώθεις από ό, τι σπουδαίο, μεγάλο κι αιώνιο κρύβει τούτη η λέξη στα σπλάχνα της. Κατέλαβες την θέσιν του εισαγγελέως σε ελληνικόν δικαστήριον, αλλά δεν έχεις θέση στην ελληνική δικαιοσύνη, Επίτροπε. Θέλεις να δικάσεις τους Έλληνες με τον πατριωτισμόν του Εγγλέζου. Αυτό δεν γίνεται. Ο εθνισμός μας, ω Επίτροπε, είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα 800.000 Ελλήνων που θυσιάστηκαν εις τον Αγώνα. Είστε υποκριταί, γιατί λέτε ότι αγαπάτε την Ελλάδα, αλλά ζητάτε να αποκεφαλίσετε τους Έλληνες. Και τι Ελλάδα θα απομείνει χωρίς τους Έλληνες; Μήπως θέλετε να σφάξετε εμάς, για να κατοικηθεί από σας, ω Φιλέλληνες; Ζητήσαμε την βοήθειάν σας. Ζητήσαμε τον πολιτισμό σας κι εσείς μας φέρατε κρεμάλες και ξιφολόγχες. Κατηγορείς τον Κολοκοτρώνη, γιατί ελευθέρωσε την Ελλάδα. Επιβουλεύεσαι τον Κολοκοτρώνη, που επικεφαλής ενός έθνους σας υποχρέωσε να του παραχωρήσετε την ελευθερία του, γιατί εσύ και οι προϊστάμενοί σου δεν θέλατε να ελευθερωθούμε. Και αφού δεν μπορείτε να αφανίσετε όλους τους Έλληνες και καλυπτόμενοι απ’ την ανάγκη που σας έχουμε, δολοφονείτε τους πρώτους αυτού του τόπου, γιατί έχετε μίσος εναντίον του γένους μας, που πάντα μέσα σε ολόκληρη την Ιστορία του στάθηκε απέναντι στους τυράννους και την τυραννία. Γιατί, όντας τούτος ο τόπος πέρασμα γι’ άλλες θάλασσες, για μεγάλα κέρδη και συμφέροντα, έχει το κακό ιδίωμα να κατοικείται από έναν δύσκολο, ατίθασο και υπερήφανο λαό».

Το δελφίνι

14 Ιουλίου 2016  · 

Φίλοι

Ξαπλωμένη στα γαλανά νερά μιας πολύ ήσυχης και ζεστής θάλασσας, κάπου στην Εύβοια. Απολαμβάνω το μπάνιο μου και ονειρεύομαι. Άλλοι λουόμενοι δίπλα μου δεν υπάρχουν. Κάποιοι ελάχιστοι πιο μακριά. Πότε φάνηκε το δελφίνι; Δεν το κατάλαβα. Το ένοιωσα ξαφνικά δίπλα μου. Με κοιτούσε, μου γελούσε και έκανε μπροστά μου μακροβούτια. Μια χανόταν, μια εμφανιζόταν στα γαλανά νερά. Σιγά σιγά παίζοντας με πλησίαζε. Άπλωσα το χέρι και χάιδεψα την μουσούδα του. Με ένα μεγάλο μακροβούτι βούλιαξε και χάθηκε, για να φανεί σύντομα πάλι στο πλάι μου. Με έναν γρήγορο ελιγμό με ανέβασε στην ράχη του. Δεν φοβήθηκα, αλλά παραξενεύτηκα.

-Πού με πας;

-Μην φοβάσαι, εμπιστέψου με. Θα κάνεις μαζί μου ένα μακρύ ταξίδι, μακρύτερο και από αυτό που ταξίδεψαν οι σπουδαιότεροι θαλασσοπόροι. Θα γνωρίσεις νέες θάλασσες, νέα λιμάνια, μεγάλες πόλεις, διαφορετικούς ανθρώπους και θα συναντήσεις νέα είδη ζωής που κατοικούν, κολυμπούν ή πετούν μέσα σε αυτή την γη και με χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους επιβιώνουν. Τέλος, θα φτάσουμε στα Ηλύσια πεδία, στην χώρα των Μακάρων. Εκεί θα βρεθείς κοντά σε ανθρώπους που θαυμάζεις, θα ακούσεις τις συζητήσεις τους, θα ακούσεις τα τραγούδια τους. Θα διαβάσουν για σένα ποιήματά τους, αποσπάσματα από τα βιβλία τους. Έλα, θα δεις, σου έχω τα καλύτερα, θα σου αρέσει. Πάντα σου άρεσε η παρέα των δημιουργών του πνεύματος.

Και πάλι δεν φοβήθηκα. Αλλά δίστασα. Η πρόταση ήταν δελεαστική και το ταξίδι ακουγόταν υπέροχο, ακριβώς όπως το ήθελα και δεν είχα τολμήσει να το φανταστώ. Αλλά, έχω παιδιά, έχω εγγόνια, πού να τα αφήσω; Δεν μπορώ χωρίς αυτούς, χωρίς τους δικούς μου ανθρώπους, τους φίλους, τις παρέες. Έμεινα σιωπηλή και το κοίταζα. Με κοίταζε το ίδιο σιωπηλά.Ένοιωθα πως άκουγε τους φόβους μου, χωρίς εγώ να του μιλώ, άκουγε την καρδιά μου και με διάβαζε πολύ καλά.

-Δεν θα έλθεις λοιπόν, το άκουσα να μου λέει λυπημένα, το βλέπω στα μάτια σου. Κρίμα, συνέχισε, και είχα για σένα τα καλύτερα. Κρίμα.

Άρχισε να απομακρύνεται, αργά στην αρχή και στο τέλος χάθηκε από τα μάτια μου με μια μεγαλόπρεπη βουτιά, για πάντα αυτήν την φορά.

Έμεινα μόνη και σκεπτική. Έκανα καλά που αρνήθηκα; Όντως τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου με χρειάζονται; Οι φίλοι μου και οι παρέες μου θα νοιώσουν κενό από την απουσία μου; Μα τί λέω. Το πρόβλημα δεν είναι η φυγή από αυτόν τον κόσμο ούτε ο θάνατος, αλλά η αίσθηση ότι θα πάψουμε να βλέπουμε τους δικούς μας ανθρώπους, δεν θα μαθαίνουμε πια τι κάνουν, πώς πορεύονται χωρίς εμάς, πώς θα τους βοηθήσουμε, αν μας χρειαστούν. Μήπως τελικά αυτός είναι ο φόβος του θανάτου; Το κενό που δημιουργεί η απουσία;

Έλα μαζί μου στον έβδομο ουρανό

Νύχτωσε για τα καλά. Βγήκα στην βεράντα. Κάθισα με την πλάτη στην θάλασσα, βλέπω το καταπράσινο βουνό, εκεί που ενώνεται με τον ουρανό. Ο ορίζοντας έφερνε μαζί του αστέρια άπειρα, διαμάντια ανεκτίμητα και στόλιζαν την νύχτα. Κατέβαιναν χαμηλά και αγκάλιαζαν τις κορυφές των δέντρων, τις τριγύριζαν παιχνιδιάρικα, τις χάιδευαν με ασημένια δάχτυλα, τις στόλιζαν σαν Χριστούγεννα. Και στην κορυφή του πιο ψηλού δέντρου έρχεται με αργές κινήσεις και ακουμπά  άστρο λαμπρό, το λούζει με ασημιά μεγαλοπρέπεια. Έμεινα να κοιτώ μαγνητισμένη  τα άστρα πάνω στο μαύρο της νύχτας. Ταιριάζει τόσο όμορφα το μαύρο με το ασημί! Το βλέμμα μου μαγεύτηκε από τον όμορφο συνδυασμό.

Ξάφνου το φωτεινό αστέρι ξεκόλλησε από την κορφή του δέντρου, άρχισε να κατεβαίνει λικνιστικά στην πλαγιά.   Έβλεπα την φωτεινή μπάλα να γλιστρά με σκέρτσο ανάμεσα στα δέντρα, να χαρίζει ασημένια χαμόγελα παντού, να σκορπά απλόχερα το φως της καθώς κατέβαινε και να ξοδεύει άφθονο γύρω μαγικό φως. Έμεινα να την ακολουθώ με το βλέμμα μου στο ταξίδι της ως τις ρίζες του βουνού.  Την είδα να ακουμπά απαλά στους πρόποδες και, ω θαύμα, σηκώθηκε όρθια, μεταμορφώθηκε. Έπαψε να είναι μια παιχνιδιάρα φωτεινή μπάλα που γράφει ασημένιες γραμμές στον ορίζοντα. Τώρα, είναι ένα άλογο που στέκεται υπερήφανα στα τέσσερα πόδια του. Από τους ώμους του άνοιξαν διάπλατα δεξιά και αριστερά φτερούγες τεράστιες, δυνατές, χρυσαφένιες, που φώτισαν ένα γύρω το τοπίο. Τις τίναξε πάνω κάτω και έγραψε καμπύλες στο σκοτάδι.  «Ο Πήγασος!», ψιθύρισα με θαυμασμό. Ασημένιος Πήγασος με χρυσά φτερά, έτοιμος για ένα μεγάλο ταξίδι, για άλλους τόπους, ονειρικούς, μαγικούς, για άλλους ουρανούς. Το θεϊκό άτι υπερήφανο διέσχισε τα χωράφια και με το κεφάλι ψηλά με πλησίαζε.

Κοιτούσα αχόρταγα το σφριγηλό σφιχτό κορμί, τα ψηλά δυνατά πόδια, την πλούσια σε πολύτιμα μέταλλα χαίτη, την πλούσια σε χρυσό και ασήμι ουρά. Θεέ μου, Σκέφτηκα, τι ομορφιά! Τίποτα δεν τον βάραινε. Ούτε ηνία, ούτε γκέμια, ούτε αναβάτης. Πραγματικά ελεύθερος. Πού πάει τελικά; Ψιθύρισα. Σε μένα; Ναι, προς τα μένα έρχεται. Έμεινα να κοιτώ άφωνη την απόσταση μεταξύ μας που όλο και λιγόστευε. Μια δρασκελιά μόνο, με ένα σάλτο βρέθηκε στην βεράντα και στάθηκε μπροστά μου. Υπερήφανος, σίγουρος για τον προορισμό του. Η παρουσία του  έδενε κόμπους στο λαιμό μου. Σηκώθηκα και στάθηκα όρθια μπροστά του. Κοιταχτήκαμε για κάμποση ώρα σιωπηλά.

«Τι γυρεύεις;» Βρήκα την δύναμη να πω. «Γιατί άφησες τα ουράνια παλάτια σου; Εδώ κάτω μόνο μιζέρια θα συναντήσεις, κακία και μίσος, φόνο και θάνατο. Εμείς οι άνθρωποι ακόμη δεν ξεφύγαμε από το θηρίο μέσα μας».

 «Ήλθα να σε πάρω», μου μίλησε με μεταλλική φωνή, «να σε ταξιδέψω στους επτά ουρανούς. Εκεί θα βρεις την ανθρωπιά που ψάχνεις. Γιατί αυτό αναζητάς, το διάβασα στα μάτια σου, καθώς με κοιτούσαν να ερωτοτροπώ με  την κορυφή του δέντρου. Έλα μαζί μου, θα σε πάω σ’ έναν κόσμο αγγελικό. Εκεί οι άνθρωποι ζουν αρμονικά». Η φωνή του χαμήλωσε. «Σέβεται ο ένας τον άλλον, αγαπάει ο ένας το άλλον πραγματικά. Στον έβδομο ουρανό η θεϊκή  ρήση  ‘αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν’ πραγματώνεται κάθε στιγμή. Ο καθένας γνωρίζει τις ανάγκες του άλλου και μοιράζεται μαζί του άγια ζωή.  Δεν υπάρχει πόνος ούτε πίκρα, δεν υπάρχει καημός ούτε θλίψη. Μια απέραντη ευδαιμονία κυριαρχεί». 

«Είναι μακρύ το ταξίδι»; Ρώτησα ανόητα.

«Αυτά τα ταξίδια είναι μαγικά», απάντησε, «δεν υπακούν στους κανόνες του χώρου ούτε του χρόνου, που είναι ανθρώπινα επινοήματα. Έλα λοιπόν, ανέβα», ακούστηκε ανυπόμονα τώρα.

Σαν δυο χέρια να με άρπαξαν και να με έβαλαν να καθίσω στην μεταξένια του ράχη. Έτσι ένοιωσα. Το άλογο ξεκίνησε αμέσως. Άπλωσα την παλάμη να αρπαχτώ από την πλούσια χαίτη του, παρασυρμένη από έναν αδιόρατο φόβο. Γρήγορα όμως έπλεξα τα δάχτυλά μου ανάμεσα στο ασημόχρυσο μετάξι της και άρχισα να την χαϊδεύω. Περπατούσε το άτι με καμάρι, αργά και λικνιστικά και το κορμί μου εναρμονιζόταν στον δικό του ρυθμό.

Πήρε τον δρόμο προς το δάσος. Άρχισε να ανεβαίνει το βουνό. Γρήγορα ανακατευτήκαμε με τα δέντρα. Βράδυνε το βήμα του. «Άκου», μου είπε. «Ακούω, απέραντη ησυχία επικρατεί», απάντησα, «γαλήνη και ηρεμία παντού». «Συγκέντρωσε την προσοχή σου», μου ξαναείπε πιο επίμονα. «Έχεις δίκιο», απάντησα μετά από μια σύντομη σιωπή, «δεν επικρατεί η ησυχία του τάφου. Εδώ η ησυχία λέει πολλά». Πράγματι, η σιωπή του δάσους ήταν γεμάτη ενέργεια και δύναμη, σφρίγος και ζωντάνια. Μιλούσε με χίλιες λέξεις σε χίλιες γλώσσες των ανθρώπων.  Τα αυτιά μου πλημμύρισαν από ήχους, με τύλιξαν οι ψίθυροι των φυλλωμάτων με το απαλό αεράκι, τα γρυλίσματα των ζώων του, ο βόμβος των εντόμων του, το σύρσιμο των ερπετών πάνω στα πεσμένα φύλλα του, η κίνηση του νερού ανάμεσα στις ρίζες του. Αυτή η ζωή, σκέφτηκα, έχει ψυχή, την δική της μοναδική δύναμη. Στο νου μου αθέλητα ήλθε ένα καμένο δάσος και μια μαχαιριά με διαπέρασε.

Προσηλωμένη να παρακολουθώ την φλύαρη ησυχία του δάσους δεν κατάλαβα πότε αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στο στερέωμα. Σύντομα το βουνό μίκραινε κάτω από τα πόδια μας. Ολόκληρος ο πλανήτης άρχισε να απομακρύνεται με γοργούς ρυθμούς. «Πού πάμε;» ρώτησα. «Εκεί που σου υποσχέθηκα από την αρχή», απάντησε. «Πάμε στον έβδομο ουρανό. Εκεί που κατοικούν πραγματικοί άνθρωποι. Πρώτα όμως θα κάνουμε έναν περίπατο στους αστερισμούς. Έχω να σου διηγούμαι πολλά. Άνοιξε μάτια και αυτιά». «Αυτιά γιατί;» ρώτησα. «Για να ακούσεις και την μουσική των ουράνιων σφαιρών», απάντησε, «θεία μελωδία, την ακούν μόνον οι μεγάλοι μύστες». Σύντομα η θεία μουσική πλημμύρισε το σύμπαν και συνόδευε τα λόγια του, καθώς με ξεναγούσε.

«Κοίταξε δεξιά σου», με παρότρυνε, «θα δεις την μικρή και την μεγάλη άρκτο. Οι αστερισμοί αυτοί είναι ένα από τα δώρα του Δία προς τους ανθρώπους. Ο Δίας, λένε, ερωτεύτηκε την πανέμορφη Καλλιστώ, την κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας Λυκάονα, και απόκτησε μαζί της έναν γιο, τον Αρκάδα. Θυμωμένη η Ήρα την μεταμορφώνει σε αρκούδα που τριγυρνούσε στα δάση αναζητώντας τον γιο της. Κάποτε τον συνάντησε και θέλησε να τον αγκαλιάσει. Τρομαγμένος ο Αρκάδας σήκωσε το τόξο του εναντίον της. Επενέβη όμως ο Δίας, την ανέβασε στον ουρανό και την έκανε αστέρι, τον αστερισμό της Μεγάλης Άρκτου. Έκανε επίσης αστερισμό και τον γιό της ως Μικρή Άρκτο, για να την ακολουθεί. Οι δυο αστερισμοί τοποθετήθηκαν από τον Δία κοντά στον βόρειο ουράνιο πόλο, ώστε να βοηθούν τους ναυτικούς να βρίσκουν τον βορρά και να προσανατολίζονται, όταν αρμενίζουν τις νύχτες. Κοίτα τώρα δεξιά σου. Θα δεις τον αστερισμό του Περσέα. Σε αυτόν οφείλω την παρουσία μου στην γη και στον ουρανό. Αυτός αποκεφάλισε την γοργόνα Μέδουσα και πεταχτήκαμε από το κορμί της που ήμασταν φυλακισμένοι ο Χρυσάορας και εγώ. Πατέρας μας ήταν ο Ποσειδώνας.

Κοίταξε τώρα μπροστά. Θα σου γνωρίσω τον Ωρίωνα. Ήταν και αυτός γιος του Ποσειδώνα και δεινός κυνηγός. Κυνηγούσε τα ζώα αλλά και τις όμορφες κοπέλες. Είχε ακόμη την ικανότητα, δώρο από τον Ποσειδώνα, να περπατάει επάνω στο νερό. Μετά τον θάνατό του ο Ωρίων καταστερώθηκε από τον Δία και αποτελεί ένα ακόμη δώρο του θεού προς τους ανθρώπους. Η εμφάνιση του αστερισμού αυτού στον ανατολικό ορίζοντα συμπίπτει με την έναρξη της εποχής των μεγάλων τρικυμιών και θεομηνιών του έτους. Με την παρουσία του προειδοποιεί τους ναυτιλλομένους  να προφυλάσσονται».

Με ευέλικτες κινήσεις ο Πήγασος πέρασε μέσα από μια πυκνή βροχή  δισεκατομμυρίων αστεριών, χωρίς να πάψει να εξιστορεί με λόγια απλά πλαισιωμένα από θεϊκή μουσική που μου χάιδευαν ψυχή και μυαλό. Μου μίλησε για τους αστερισμούς του Ταύρου, των Διδύμων, του Καρκίνου, του Λυγκός, του Λέοντα, της Παρθένου, το στεφάνι της Αριάδνης, των Πλειάδων, των Υάδων.  «Οι Πλειάδες», μου είπε το φτερωτό άλογο, «ήταν οι επτά κόρες του Άτλαντα. Ο Ωρίωνας τις  ερωτεύτηκε και τις καταδίωκε επί πέντε έτη θέλοντας να τις απαγάγει και να τις κλείσει στο χαρέμι του. Οι Πλειάδες απελπισμένες ζήτησαν σωτηρία από τον Δία. Ο θεός για να τις γλιτώσει από τον μεγάλο κυνηγό τις έκανε αστέρια». Ο Πήγασος σταμάτησε για λίγο να μιλά και άφησε την θεια μουσική να ακούγεται μόνον. Έπειτα συνέχισε. «Ο Ωρίωνας όμως δεν έπαψε να τις κυνηγά ακόμη και στον ουρανό όντας και ο ίδιος αστερισμός. Έτσι οι Πλειάδες κάθε φορά που αντιλαμβάνονται τον Ωρίωνα ξωπίσω τους, για να του ξεφύγουν πέφτουν στη θάλασσα. Ο αστερισμός των Πλειάδων», μου εξήγησε, «με την σοφία του Δία βοηθούσε τους ανθρώπους να καθορίσουν τις εποχές, διότι η εμφάνισή τους στην ανατολή γινόταν τέλος Μαΐου αναγγέλλοντας την άφιξη του θέρους, ενώ η δύση τους προμήνυε την άφιξη του χειμώνα. Οι Υάδες πάλι», είπε «ήσαν αδελφές του Ύαντα αλλά και των Πλειάδων. Καταστερώθηκαν από τον Δία γιατί τις λυπήθηκε βλέποντάς τις να θρηνούν ασταμάτητα για τον θάνατο του αδελφού τους. Συνάμα φρόντισε, ώστε  με την εμφάνισή τους κάθε χρόνο πριν την αυγή να πληροφορούν τους κατοίκους των μεσογειακών χωρών  για το τέλος του ξερού καλοκαιριού και τις πρώτες βροχές».

Ένα λαμπρότατο αστέρι τράβηξε την προσοχή μου, ένας πολύ όμορφος, γαλαζοπράσινος ήλιος. «Αυτός είναι ο Σείριος που βρίσκεται στον αστερισμό του κυνός», έλυσε την απορία μου ο Πήγασος. «Γνωστός σε όλον τον κόσμο», συνέχισε, «γιατί η ανατολή του προειδοποιούσε τους ανθρώπους για τις καταστροφές που θα έρχονταν. Από την αρχαιότητα ήδη το χρονικό διάστημα μετά την 21η Ιουλίου αναφέρεται σαν ‘κυνάδες ημέρες’. Η συγκεκριμένη περίοδος του καλοκαιριού», μου αποκάλυψε, «περιγράφεται στις αρχαίες πηγές με μελανά χρώματα και σχεδόν όλοι συμφωνούσαν και σήμερα συμφωνούν ότι η ανατολή του Σείριου φέρνει μαζί της κακοτυχία, αρρώστιες, δυσκολίες, δυστυχία και υψηλό πυρετό στους ανθρώπους». Τα λόγια του με έκαναν να ανατριχιάσω. Τόση ομορφιά και να κρύβει τόση κακία, σκέφτηκα.

Οι ιστορίες του Πήγασου και η μουσική των ουράνιων σφαιρών συνέχισαν να με συντροφεύουν για πολλή ώρα, αν και δεν είμαι βέβαιη για το ‘πολλή ώρα’ ποια έκταση είχε. Σε τέτοια μαγικά ταξίδια ο χρόνος εκμηδενίζεται, αφού δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Ξάφνου άρχισε να κατεβαίνει απαλά και σύντομα πάτησε σε στέρεο έδαφος. «Φτάσαμε στον έβδομο ουρανό» μου εξήγησε, «στην χώρα των μακάρων. Εδώ στέλνονται από τον Δία οι αγαθές ψυχές των ανθρώπων μετά τον θάνατό τους. Εδώ δεν έχει ούτε μίσος ούτε φθόνο ούτε αίμα ούτε θάνατο. Εδώ κυριαρχεί μόνον η αγάπη. Αυτό δεν αποζητάς;»  Άκουγα το άτι να μου μιλάει για τον παραδεισένιο έβδομο ουράνιο κόσμο και ήδη βρισκόμουν μαζί με αυτές τις αγνές ψυχές, τις γεμάτες θαλπωρή, ηρεμία και σιγουριά. Τριγύριζα ανάμεσά τους, τις αντιλαμβανόμουν να κοιτά η μία την άλλη με στοργή.  Εμένα όμως δεν με κοίταζαν, σαν να μην υπήρχα.  Προσπάθησα να ακουμπήσω κάποια από αυτές που περνούσαν δίπλα μου, μα το χέρι μου έπιασε το κενό. Κατάλαβα.

«Δεν μπορώ για την ώρα να μείνω εδώ», ομολόγησα στο φτερωτό άτι με πίκρα,  «ούτε ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ να βρεθώ ισότιμα ανάμεσα σε αυτούς τους αγγέλους. Έχω πολύ δρόμο ακόμη να βαδίσω», αναστέναξα, «μέχρι να νικήσω το θηρίο μέσα μου, γιατί τότε μόνον θα με δεχτούν στον έβδομο ουρανό οι αγνοί, όταν θα έχω δοκιμαστεί σαν ανθρώπινο ον και μετά από σκληρές μάχες θα έχω καταβάλει κακίες και μίση μέσα μου, ανθρώπινες αδυναμίες και μικρότητες.  Γύρισέ με, σε παρακαλώ, στην ματωμένη γη μου. Μέσα σε αυτήν θα δώσω την μάχη μου για τον παράδεισο».

Δεν μου απάντησε. Ούτε προσπάθησε να με πείσει. Κοίταξε μόνον κατευθείαν στην ψυχή μου προσπαθώντας να καταλάβει την αλήθεια των λόγων μου. Κατάλαβε. Αργά και σταθερά έπειτα με ανέβασε στην ράχη του και με ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών με κατέβασε στην άχρωμη βεράντα του σπιτιού μου. «Μην με ζητήσεις ποτέ ξανά», μου είπε, «δεν θα έλθω. Τις μάχες που επιθυμείς θα τις δώσεις μόνη σου». Αμέσως μετά μου γύρισε τα υπερήφανα καπούλια του και άρχισε να απομακρύνεται σκορπίζοντας γύρω του ασημόχρυσο  φως και ομορφιά. Και όσο ξεμάκραινε, γινόταν ένα αστέρι, ώσπου χάθηκε στο στερέωμα.

Ξημέρωσε για τα καλά.

Καβείρια Μυστήρια

Διηγείται ο Νουμάς, ο Δεύτερος Βασιλιάς της Ρώμης, στην νύμφη Ηγερία. Το απόσπασμα από το βιβλίο μου: Εσύ να με λες Ηγερία, εκδ. Εύμαρος.

«Στην Σαμοθράκη πήγα καλοκαίρι. Τα Καβείρια πραγματοποιούνται εκεί κατά τον μήνα εκατομβαιώνα των Ελλήνων. Έμεινα στον ναό και είχα την ευκαιρία να δω να συγκεντρώνονται προσκυνητές από όλη την Ελλάδα, την Μεσόγειο, καθώς και τις πόλεις της Μικράς Ασίας. Δεν ήλθαν όλοι για να μυηθούν. Οι περισσότεροι ήλθαν για να προσκυνήσουν και να παρακολουθήσουν τα δρώμενα. Αρκετοί ήσαν και αυτοί που ήλθαν να ζητήσουν από  το μαντείο και τους μάντεις  βοήθεια πάνω στα προβλήματά τους. Η όλη τελετή παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον, θύμιζε πολύ την τελετή των Ελευσινίων μυστηρίων, όπως διεπίστωσα αργότερα. Στο επίκεντρο της δράσης ήταν ο γάμος του θεού του κάτω κόσμου Πλούτωνα με την θεά της γονιμότητας. Η προγαμιαία προετοιμασία κρατούσε εννέα ημέρες. Στο διάστημα αυτό έσβηναν όλα τα φώτα στο νησί και όλοι, κάτοικοι και επισκέπτες, περίμεναν με υπομονή την εμφάνιση του ιερού πλοίου που θα έφερνε νέο, φρέσκο φως από το ιερό νησί της Δήλου. Μόλις το καράβι έμπαινε στο λιμάνι κατά την ένατη ημέρα, ο αρχιερέας του ναού κατέβαινε να το υποδεχτεί με μια μεγάλη λαμπάδα. Ο αρχιερέας συμβόλιζε τον πρώτο άνδρα που γεννήθηκε στην Ελλάδα και είχε το όνομα Αδάμας ή Αδαμάντινος. Έπαιρνε το άγιο φως με την λαμπάδα του και το μοίραζε στον κόσμο που παρευρίσκετο και επίσης κρατούσε λαμπάδες. Οι παρευρισκόμενοι στην συνέχεια έδιναν το φως ο ένας στον άλλον».

Ο Νουμάς σταμάτησε πάλι. Έπρεπε να συγκεντρώσει αναμνήσεις.

«Πολύ ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν οι τελετές της μύησης», συνέχισε. «Μπορούσαν να βάλουν υποψηφιότητα για μύηση όσοι ήθελαν, άνδρες, γυναίκες και παιδιά ακόμη. Και αυτό,  αν και το κρίνω τολμηρό, το βρίσκω πολύ σημαντικό. Η άσκηση στην βαθύτερη γνώση από την πιο νεαρή ηλικία. Ο μυητικός αγώνας ξεκινούσε με νηστεία εννέα ημερών. Στην συνέχεια περιελάμβανε  λουτρά καθαρμών, εξομολόγηση στον ιερέα,  εξετάσεις από τους ανακτοεκτελεστές. Γίνονταν  τελετές με πολεμικούς χορούς, στους οποίους χόρευαν οι ιερείς ένοπλοι,  με συνοδεία οργάνων, με σπονδές και θυσίες. Ακολουθούσαν  ποικίλες μυστικιστικές δράσεις που γίνονταν στην μεγάλη αίθουσα του ιερού. Ξεκινούσαν πολλοί με διάθεση να μυηθούν, ελάχιστοι όμως τελικά από τους πολίτες έμπαιναν στα άδυτα μαζί με τους ιερείς και τις ιέρειες για το τελικό στάδιο της μύησης πρώτου βαθμού. Οι μύστες πρώτου βαθμού έπαιρναν τον τίτλο του Καδμίλου. Στην μύηση δεύτερου βαθμού που ακολουθούσε  συμμετείχαν ακόμη λιγότεροι και οι μύστες έπαιρναν τον τίτλο του επόπτου. Σε αυτό το στάδιο μύησης όσοι φτάσαμε φορέσαμε στεφάνι ελιάς και μια κόκκινη κορδέλα στο μέτωπο».

Δύο θεοί μονομαχούν

Θεομαχία. Η Ρέα περίμενε με υπομονή τον μικρούλη Δία, αυτό το όνομα δόθηκε στον νεογέννητο θεό, να θηλάσει, για να πάρει τις θεμελιακές του δυνάμεις από το μητρικό γάλα. Μόλις αποθήλασε ο μικρός και κοιμήθηκε στην ασφαλή αγκαλιά της, η Ρέα αποχαιρέτησε τους δικούς της. Πριν φύγει όμως τους φανέρωσε πως θα πήγαινε τον μικρό Δία στην Κρήτη.

-Εκεί, τους είπε, θα τον κρύψω στο «ΑἰγαῖονὋρος», «Ιδαίον Άντρον» θα το λένε οι άνθρωποι αργότερα, όπου το θείο βρέφος θα προστατεύεται από τους Κουρήτες και θα τρέφεται από την Αμάλθεια Αίγα, για να μεγαλώσει γρήγορα.  Οι Κουρήτες θα προετοιμάσουν τον νέο ηγέτη του σύμπαντος. Θα του διδάξουν τον μεγάλο του προορισμό, που είναι  να διώξει τον πατέρα του από την εξουσία και αφού γίνει κύριος του σύμπαντος να την μοιραστεί μαζί με τα αδέλφια του.

-Αυτό είναι κάτι καινούργιο, αναφώνησε ο Υπερίων, ούτε ο Ουρανός δέχτηκε ποτέ να μοιραστεί την εξουσία του ούτε και ο Κρόνος. Κυνήγησαν και οι δύο με πείσμα την μονοκρατορία. Να λοιπόν που ένας νέος επίδοξος άνακτας δεν διστάζει να κάνει ένα βήμα πίσω στις φιλοδοξίες του, προκειμένου να οδηγήσει την ανθρωπότητα ένα βήμα μπροστά.

-Θα το κάνει όμως, αν θέλει να παραμείνει στην εξουσία, είπε η Γαία. 

 Έτσι και έγινε. Ο Τιτάνας Υπερίων έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για το πώς θα εξελιχθεί η υπόθεση, συνεπώς είχε κάθε λόγο να τριγυρίζει πολύ συχνά πάνω από το όρος, στην σπηλιά του οποίου μεγάλωνε ο νέος θεός, ο μελλοντικός πατέρας θεών και ανθρώπων. Και πράγματι σύμφωνα με τις προφητείες και τις επιταγές, όταν μεγάλωσε ο Δίας, όταν ένοιωσε άντρας, ανέβηκε στο ανάκτορο του Κρόνου και πατέρα του. Μόλις τον είδε ο κοσμοκράτορας τον αναγνώρισε αμέσως και ταράχτηκε. Ένοιωσε βαθειά στην ψυχή του πως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, που θα κλείσει τον κύκλο και της δικής του βασιλείας. Έκρυψε όμως τις σκέψεις του  και χωρίς να σηκωθεί από τον θρόνο του ρώτησε υπεροπτικά τον Δία τι ζητά. Με θάρρος ο γιος του ξεκαθάρισε τον σκοπό της παρουσίας του εκεί.

-Τα αδέλφια μου, ο Άδης και ο Ποσειδώνας, τα οποία κρατάς ακόμη φυλακισμένα στα σπλάχνα σου, καθώς και εγώ ζητούμε να αποχωρήσεις από την εξουσία αυτού του κόσμου και να μας παραχωρήσεις τον θρόνο. Όσο καιρό κυβέρνησες, έδειξες απληστία για τα εγκόσμια. Κατάπιες ακόμη και τα παιδιά σου, επειδή δεν ήθελες να χάσεις την εξουσία. Κλείδωσες τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες στα τάρταρα, τους στέρησες την ελευθερία από φόβο προς την δύναμή τους. Και γενικά η όλη πολιτική σου ήταν μονόπλευρη, απολυταρχική  και αδηφάγα προς τους άλλους Τιτάνες, αλλά και προς τα ζώα της γης, τα οποία ουδέποτε έδειξες να τα νοιάζεσαι, αντίθετα  δεν δίσταζες να τα καταβροχθίζεις.

Όση ώρα ο Κρόνος άκουγε το κατηγορητήριο εναντίον του από τον γιο του, σκεφτόταν τρόπους  να αντιμετωπίσει τον ανταγωνιστή του θρόνου του. Δεν θα υποχωρούσε βέβαια χωρίς να πολεμήσει, όπως έκανε ο Ουρανός. Θα έδινε την μάχη του ως το τέλος. Γιατί όποιος δεν αντιστέκεται, όποιος παραδίνεται αμαχητί, είναι από την αρχή νικημένος.

-Τί σκέπτεσαι να κάνεις; Ρωτά τον Δία το ίδιο υπεροπτικά. Γιατί δεν περιμένεις βέβαια από μένα να φύγω, επειδή μου το ζητάς; Ο θρόνος είναι δικός μου, αγωνίστηκα να το κερδίσω από τον Ουρανό και δεν πρόκειται να τον παραχωρήσω ούτε σε σένα ούτε στα αδέλφια σου, τα οποία, σου θυμίζω, είναι ακόμα θαμμένα μέσα μου και εγώ κανονίζω την ζωή τους. 

-Δεν θα κρατήσει αυτό για πολύ ακόμη, του απάντησε με το ίδιο θάρρος ο Ζεύς. Επειδή όμως δεν θέλω να χρησιμοποιήσω βία, σε προκαλώ σε μονομαχία. Ο ηττημένος θα κάνει ό,τι ο νικητής του ζητήσει.

Ο Κρόνος βρέθηκε σε μεγάλο δίλημμα. Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Αν έλεγε ότι δεν δέχεται να μονομαχήσει, θα τον κατηγορούσαν για δειλό. Αν όμως σηκωνόταν αμέσως να αντιμετωπίσει τον φουριόζο νεαρό, είχε ελπίδα να νικήσει. Ήταν γερός, δυνατός και είχε πείρα. Τα ζύγισε όλα προσεκτικά και πήρε το ρίσκο. Σηκώθηκε όρθιος. Στάθηκε απέναντι από τον Δία. Έβγαλε τα ρούχα του. Φάνταξε ένας γυμνός γίγαντας. Το ίδιο αμέσως έκανε και ο Δίας. Και σε τίποτε δεν υστερούσε από τον πατέρα του σε κορμοστασιά και μεγαλείο. Οι δύο γυμνοί άντρες αναζήτησαν γρήγορα γη. Κατέβηκαν από το βουνό στην πεδιάδα και ήλθαν στα χέρια. Η μονομαχία κράτησε πολλές ημέρες. Την παρακολούθησε με ενδιαφέρον όλο το σύμπαν. Και την μια η νίκη έγερνε προς τον Κρόνο και την άλλη η νίκη έγερνε προς τον Δία. Έκανε τόση δυνατή εντύπωση και είχε τέτοια τεράστια απήχηση στον κόσμο η πάλη αυτή, ώστε χιλιάδες χρόνια μετά οι άνθρωποι την περνούσαν στην ποίησή τους, όταν μιλούσαν για μονομαχίες δυνατών ανδρών. Όπως στην μονομαχία του Διγενή και του Χάροντα.

 Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια

Κι όθε χτυπάει ο Διγενής το αίμα αυλάκι κάνει

Κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.[12]

Όμοια αποδείχτηκαν σε αυτόν τον αγώνα και οι δύο σκληροί και ανελέητοι μονομάχοι. Τελικά λύγισε ο Κρόνος. Ο Δίας ως νεότερος είχε τεράστιες αντοχές και κατέβαλε τον πατέρα του. Σωριασμένος στο έδαφος ο κοσμοκράτορας, νικημένος και ντροπιασμένος άκουγε το σύμπαν να χειροκροτεί και να ζητωκραυγάζει τον νέο νικητή. «Ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς».  Έμεινε σε αυτήν την θέση κάμποσο, τόσο, όσο άρεσε στον Δία.  Κατόπιν ο Δίας τον βοήθησε να σηκωθεί και να καθίσει σε μια πέτρα.

-Τώρα, του λέει, ήλθε η ώρα να απελευθερώσεις τα αδέλφια μου. Να τα βγάλεις από μέσα σου.

Ο Κρόνος υπάκουσε, άνοιξε το τεράστιο στόμα του  και έσκυψε. Σύντομα άρχισαν να βγαίνουν από μέσα τα παιδιά του. Μαζί, βγήκε και η σπαργανωμένη πέτρα, η πέτρα της απάτης.

Η γέννηση του Δία

Ο ήλιος είχε από ώρα δύσει και η σελήνη δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή της στον ουρανό όταν ο Τιτάνας  Υπερίων, ο γιος της Γαίας και του Ουρανού, αντιλήφθηκε την Τιτανίδα Ρέα, την συντρόφισσα του Κρόνου και μάνα χαροκαμένη των παιδιών τους, να βγαίνει από το ανάκτορο του κοσμοκράτορα.

-Πού πηγαίνει άραγε μες την νύχτα; Αναρωτιέται δυνατά ο Τιτάνας.

Την βλέπει να κοντοστέκεται για λίγο στην θύρα των ανακτόρων και πριν κατεβάσει το πέπλο της χαμηλά στο μέτωπο, να κοιτά συνωμοτικά γύρω της. Δεν υπάρχει ψυχή πουθενά,  βεβαιώνεται. Το ίδιο διαπιστώνει και ο Υπερίων από ψηλά. Πού πηγαίνει λοιπόν; Ας την ακολουθήσω, σκέφτεται. Την βλέπει να περπατά γρήγορα και γρήγορα να φτάνει στο σημείο που κάθε βράδυ σμίγει ο Ουρανός με την Γαία. Παλιά συνήθειά τους. Η Ρέα τους βλέπει από μακριά και τρέχει γρήγορα κοντά τους. Είναι οι γονείς της και έχει ανάγκη την συμβουλή τους. Σε λίγες ημέρες θα γεννήσει ένα ακόμη παιδί και γνωρίζει καλά ότι, όπως συνέβη και με τα άλλα της τα παιδιά, θα το καταβροχθίσει και αυτό ο Κρόνος. Φοβάται ο κοσμοκράτορας, γιατί διδάχθηκε από προσωπική εμπειρία πως η εξουσία δεν είναι αθάνατη ούτε απεριόριστη, έχει κι αυτή τα όριά της.

Ο Υπερίων την βλέπει να κάθεται ανάμεσά τους και να κουβεντιάζει μαζί τους, αλλά δεν μπορεί να ακούσει τι  λένε. Τι λένε άραγε; Τον βασανίζει η περιέργεια. Μέχρι όμως να αποφασίσει να πλησιάσει τους τρεις συνωμότες, η Ρέα έχει πάρει ήδη τον δρόμο της επιστροφής τρέχοντας σχεδόν. Την είδε ο ίδιος να μπαίνει μέσα στο ανάκτορο. Τι συζήτησαν άραγε; Τί ζήτησε η Ρέα από τους γονείς τους; Γιατί σίγουρα κάτι ζήτησε η Τιτανίδα από τους γονείς της. Τελικά αποφάσισε να περιμένει. Ό,τι και αν είναι, σκέφτηκε, πολύ σύντομα θα αποκαλυφθεί. Θα το μάθω.

Και πράγματι δεν πέρασε πολύς καιρός, όταν ένα άλλο βράδυ πάλι η Ρέα έφυγε κρυφά από το ανάκτορο και έτρεξε κοντά στην Γαία. Εκεί στη αγκαλιά της μητέρας της η Ρέα γέννησε έναν ακόμη γιο, τον τρίτο κατά σειρά.  Αμέσως η Γαία τον τύλιξε με τα χρυσοκόκκινα βασιλικά ρούχα και τον κράτησε στοργικά στην αγκαλιά της, όσο η Ρέα σπαργάνωνε μια πέτρα, που της έδωσε η μητέρα της. Με την πέτρα τώρα στην αγκαλιά της την είδε να τρέχει πίσω προς το παλάτι του Κρόνου. Ο Υπερίων δεν άντεξε άλλο,  κατέβηκε από τα ψηλά και πλησίασε την μητέρα του.  Μόλις τον είδε η Γαία γέλασε με την καρδιά της και μαζί της γελούσε και ο Ουρανός, που σιωπηλός πιο πέρα παρακολουθούσε τα πάντα.

-Ξέρω τι σε βασανίζει και θα σου το πω. Η αδελφή σου μου ζήτησε να την συμβουλεύσω πώς θα γλυτώσει τον τρίτο της γιο τουλάχιστον από την βουλιμία του άντρα της. Της είπα λοιπόν να έλθει να γεννήσει εδώ και αντί για το βρέφος, να σπαργανώσει μια πέτρα και να την δώσει στον Κρόνο. Αν δεν αντιληφθεί την απάτη ο αδελφός σου, θα καταπιεί την πέτρα και η Ρέα θα γυρίσει γρήγορα εδώ να πάρει το παιδί της. Και όπως βλέπεις, επέστρεψε  ήδη.  Αμέσως η Γαία στράφηκε προς την κόρη της. Η  Ρέα κατάλαβε και πήρε τον λόγο.

-Ήταν τόση η αγωνία του Κρόνου να καταβροχθίσει και αυτό το αγόρι, τους είπε, που ούτε καν κοίταξε τι του έδωσα. Άρπαξε την πέτρα και την έστειλε στο στομάχι του.

Έπειτα άπλωσε τα χέρια στο θείο βρέφος, το αγκάλιασε με απέραντη τρυφερότητα και το έβαλε στον μαστό της. Ο μικρούλης τον άρπαξε με τα χεράκια του και αμέσως πλημμύρισε το στόμα του με το γάλα της μάνας του. Έπινε το μητρικό γάλα γρήγορα και λαίμαργα, λες και βιαζόταν να μεγαλώσει. Η Γαία τον κοιτούσε με πολλή περίσκεψη.

-Ελπίζω, είπε φωναχτά την σκέψη της, αυτό το παιδί που σύντομα θα διεκδικήσει την βασιλεία του κόσμου να μην βάλει θεούς και ανθρώπους σε νέους μπελάδες. Ουρανός, Υπερίων και Ρέα την κοίταξαν το ίδιο προβληματισμένοι. Δεν μίλησε όμως κανείς. Διότι ο μύχιος φόβος  δεν έχει φωνή.