Άνθιμος Ιωάννου, Αναζητούνται άνθρωποι

Το ποίημα

Αναζητούνται άνθρωποι,
ζητούνται αισθηματίες,
που κρύφτηκαν, που χάθηκαν,
ποιές είναι οι αιτίες,

πάγωσαν τα αισθήματα,
και οι ψυχές κρυώσαν,
κάτι συνέβη ξαφνικά,
γύρω όλα νεκρώσαν,

αναζητούνται αληθινοί,
άνθρωποι αν υπάρχουν,
και αν βρεθούν κάπου στην γη,
μες στην καρδιά τους νάχουν,

αυτό που λέμε ανθρωπιά,
αυτό που λέμε αγάπη,
να νοιάζονται και να πονούν,
και να σηκώνουν βάρη,

να ξαλαφρώνουν τις ψυχές,
κι όσες καρδιές πονάνε,
να αγκαλιάζουν τρυφερά
και να χαμογελάνε,

αναζητούνται άνθρωποι,
νάρθουν να ανταμώσουν,
όσους πεινούν, κι όσους διψούν,
και να τους ξαλαφρώσουν,

να χαιδέψουνε ψυχές,
χορδές καρδιάς ν αγγίξουν,
πόρτες που κλείσαν κάποτε,
με αγάπη να ανοίξουν.

Προσέγγιση

Το ποίημα μας φέρνει στον νου τον Διογένη τον κυνικό φιλόσοφο, που γύριζε με ένα φανάρι στους δρόμους των Αθηνών και όταν τον ρωτούσαν τι έψαχνε, απαντούσε:  Άνθρωπο ζητώ.

Ακόμη μια ατάκα του Διογένη, από τις πολλές που σώζονται.

Ο Διογένης, κάποτε, στάθηκε μπροστά σε ένα άγαλμα  και ζητούσε ελεημοσύνη. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό, εκείνος απάντησε: «μελετῶ ἀποτυγχάνειν» (μαθαίνω να χάνω).

Δυο λόγια για τον Διογένη από την Σινώπη του Πόντου. Καλά καταλάβαμε. Ο Διογένης ο κυνικός φιλόσοφος ήταν Πόντιος και έζησε τον 4ο π. Χ. αι.

Ο Διογένης ασχολήθηκε αποκλειστικά με τα κοινωνικά και τα ηθικά προβλήματα της κοινωνίας. Η διδασκαλία του  αντιμαχόταν την τάξη που επικρατούσε τότε. Επιθυμία του ήταν να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. Αυτό κατά τη γνώμη του θα γινόταν δυνατόν αν ο άνθρωπος επέστρεφε στη φύση. Πίστευε, δηλαδή, πως ο άνθρωπος βρίσκει την ανθρωπιά του μέσα στον  φυσικό τρόπο ζωής.

Η ποίηση εκφράζει το ανείπωτο

Ερ.  Η ποίηση εκφράζει το ανείπωτο, δλδ αυτό που δύσκολα εκφράζουν οι άνθρωποι στην καθημερινότητα;

Απ. Η ποίηση μπορεί  να εκφράσει αυτό που οι άνθρωποι δυσκολεύονται για κάποιους λόγους να φέρουν προς τα έξω. Αν η ποίηση δεν εκφράσει το ανείπωτο, δεν μπορεί να μετουσιώσει την ζωή. Θα θυμίσω τα λόγια της Κικής Δημουλά, που κάπου  διάβασα.

«Η ποίηση είναι τα μέσα της έναρθρης γλώσσας με τα οποία προσπαθεί να απεικονίσει ό,τι στα σκοτεινά επιχειρούν να εκφράσουν τα δάκρυα, οι σιωπές, οι στεναγμοί, οι θωπείες, η κραυγή».

Ανείπωτο είναι αυτό που δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν ή δεν πρέπει να ειπωθεί, να λεχθεί, να έλθει προς τα έξω. Αυτό που  κάποιοι λόγοι θρησκευτικοί ή κοινωνικοί ή προσωπικοί-συναισθηματικοί απαγορεύουν να λέγεται, να υμνείται, να διατυμπανίζεται. Σε αυτήν την περίπτωση το άρρητο έχει τους δικούς του κανόνες και οι άνθρωποι συνήθως υπακούουν στους κανόνες που το επιβάλλουν. Θα σκύψουν στο ανείπωτο και θα σιωπήσουν. Ο ποιητής όμως δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ο ποιητής αισθάνεται την ανάγκη να αγγίξει το αμετουσίωτο, το άρρητο. Και το εκφράζει. Ο Βύρων Λεοντάρης υποστηρίζει ότι το «ανείπωτο» επίμονα και αέναα θα ξεγλιστρά από τη γλώσσα του ποιητή και κυρίως από τη συνείδησή του. Αν η ποιητική γραφή δεν αγγίξει το ανείπωτο, το ποίημα θα μοιάζει με τα «Λόγια που σηκώθηκαν κι έφυγαν στη μέση μιας συνομιλίας». Γιατί ἡ ουσία της ποίησης διαμορφώνεται ανάμεσα σε ό,τι μπορεί να εκφραστεί και σ’ αυτό που παραμένει ανέκφραστο.

Παράπονο

Δε σε ρωτάω πως σε λένε
ούτε που μένεις, πως περνάς
αν έχεις όνομα και πλούτη
μόνο αν ξέρεις ν’ αγαπάς

Μη ψάχνεις λέξεις ν’ απαντήσεις
ψέματα μου ‘πανε πολλοί
άσε τα μάτια να μιλήσουν
θα τα πιστέψω πιο πολύ

Αυτό το ναι, το μεγάλο ναι της ζωής
αυτό το ναι, που ποτέ δε μου ‘πε κανείς
Αυτό το ναι, το μεγάλο ναι της ζωής
αυτό το ναι, που ποτέ δε μου ‘πε κανείς

Δε σε ρωτώ από που ήρθες
ούτε που σκέφτεσαι να πας
αν έχεις στη ζωή πετύχει
μόνο αν ξέρεις ν’ αγαπάς

Μην απαντήσεις με τα χείλια
τα λόγια ψεύτικα θα βγουν
άσε τα μάτια να μιλήσουν
δεν ξέρουν ψέματα να πουν

Αυτό το ναι, το μεγάλο ναι της ζωής
αυτό το ναι, που ποτέ δε μου ‘πε κανείς
Αυτό το ναι, το μεγάλο ναι της ζωής
αυτό το ναι, που ποτέ δε μου ‘πε κανείς

Αυτό το ναι…

Δε σε ρωτάω πως σε λένε
ούτε που μένεις, πως περνάς
αν έχεις όνομα και πλούτη
μόνο αν ξέρεις ν’ αγαπάς

Μη ψάχνεις λέξεις ν’ απαντήσεις
ψέματα μου ‘πανε πολλοί
άσε τα μάτια να μιλήσουν
θα τα πιστέψω πιο πολύ

Αυτό το ναι, το μεγάλο ναι της ζωής
αυτό το ναι, που ποτέ δε μου ‘πε κανείς
Αυτό το ναι, το μεγάλο ναι της ζωής
αυτό το ναι, που ποτέ δε μου ‘πε κανείς

Δε σε ρωτώ από που ήρθες
ούτε που σκέφτεσαι να πας
αν έχεις στη ζωή πετύχει
μόνο αν ξέρεις ν’ αγαπάς

Μην απαντήσεις με τα χείλια
τα λόγια ψεύτικα θα βγουν
άσε τα μάτια να μιλήσουν
δεν ξέρουν ψέματα να πουν

Αυτό το ναι, το μεγάλο ναι της ζωής
αυτό το ναι, που ποτέ δε μου ‘πε κανείς
Αυτό το ναι, το μεγάλο ναι της ζωής
αυτό το ναι, που ποτέ δε μου ‘πε κανείς.

 

Το τραγούδι είναι λαϊκό και το τραγούδησε πρώτος ο Δημήτρης Μητροπάνος το 1978.  Είναι από το προσωπικό του άλμπουμ, Παράπονο. Τους στίχους στο συγκεκριμένο τραγούδι  έγραψε ο Μάνος Κουφιανάκης και την μουσική ο συνθέτης Καραχάλιος Νίκος.

Οι στίχοι του τραγουδιού μιλούν για την αληθινή αγάπη. Στην ερώτηση: μ’ αγαπάς;  Αν η απάντηση είναι ναι, αυτό το ναι πρέπει να είναι  αληθινό, να βγαίνει από την καρδιά.

 

Οι μύθοι και οι άνθρωποι τότε και τώρα. Συνέντευξη 1η

Ερώτηση 1.

Στο βιβλίο σας εκφράζετε την επιθυμία να διαβαστεί από νέους  9 ως 99 ετών.  Γιατί και πώς το πετυχαίνετε?

Απάντηση: Επιθυμία μου πράγματι είναι το βιβλίο να φτάσει σε  όλες τις ηλικίες των ανθρώπων. Για την επιτυχία του στόχου μου, επέλεξα  δύο πρόσωπα από την μυθολογία να μιλήσουν για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας. Επέλεξα τον Τιτάνα Υπερίωνα, γιο του Ουρανού και της Γαίας, ο οποίος είχε την ικανότητα να πετά ψηλά στο στερέωμα και από εκεί να μπορεί να βλέπει τα πάντα και να μας τα παρουσιάζει. Συνομιλεί με την μητέρα του Γαία, την πρώτη κοσμοκρατόρισσα, μάνα και σύζυγο του Ουρανού. Αυτή μπορεί να βλέπει και να γνωρίζει  τα πάντα, αφού απλώνεται παντού στον πλανήτη και τον κόσμο, και έχει την ικανότητα να προφητεύει. Η συνομιλία τους γίνεται με διαλόγους, που δίνουν ζωντάνια και αμεσότητα στο κείμενο και στις δράσεις. Δεν αλλάζουμε τα γεγονότα της μυθολογίας, αλλά όταν χρειάζεται, για τις ανάγκες της εξέλιξης της ιστορίας, γίνονται με πολύ προσοχή και σεβασμό κάποιες παρεμβάσεις.

Την επιτυχία του βιβλίου την στηρίζουμε ακόμη στην ίδια την μυθολογία. Γνωρίζουμε ότι η μυθολογία μιλάει με πολλούς τρόπους και με πολλές γλώσσες σε όλους τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι γοητευόμαστε από τους μύθους και προσπαθούμε μέσα από αυτούς να δώσουμε τις δικές μας ερμηνείες για τον κόσμο που μας περιβάλλει  και την ιστορία του. Οι μύθοι τι κάνουν; Μας δίνουν πληροφορίες για την δημιουργία του κόσμου. Την ερμηνεία του κόσμου μέσα από τους μύθους την ακούμε καλύτερα, με περισσότερη προσοχή. Ας φανταστούμε μέσα από τις περιγραφές αυτών που έγραψαν για τα μυστήρια επιχειρώντας να τα αναβιώσουν, όπως τα Ελευσίνια,  και ας ακροαστούμε το περιεχόμενο των δράσεων που συνέβαιναν εκεί. Δεν είναι φυσικό μέσα από τον μυητικό λόγο και την θεατρική δράση να προσπαθούν να δώσουν ερμηνεία στην δημιουργία του κόσμου;

Το  λέει άλλωστε και ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης σε ένα του ποίημα. «Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές, είναι γιατί τ’ ακούς καλύτερα». Αυτό σημαίνει ότι ιχνηλατώντας στην μυθολογία δίνουμε περισσότερο χρόνο και χώρο στην σκέψη και στον προβληματισμό μας και ταυτόχρονα δίνουμε και την ευκαιρία στον εαυτό μας να δώσει τις δικές του απαντήσεις  πάνω στο αιώνιο μυστήριο της ζωής και του θανάτου, της δημιουργίας και της προέλευση του ανθρώπου και του κόσμου. Άρα οι μύθοι, που δεν είναι βέβαια παραμύθια, αλλά λόγοι μυητικοί για τον άνθρωπο και τον κόσμο του, έχουν την δύναμη να μας γοητεύουν και να μας προβληματίζουν από την στιγμή που αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο ως την στιγμή που τον εγκαταλείπουμε.

Θα ήθελα, πριν κλείσω το μέρος αυτό της συνέντευξης να δώσω την ετυμολογία των όρων μύθος και τέρας.

Σημεία και τέρατα είναι μια φράση καθημερινής αγανάκτησης, που προκύπτει από την δική μας πραγματικότητα. Τι έρχεται, άραγε, στον νου μας, όταν ακούμε την λέξη τέρας; Ας δούμε το λεξικό. Τέρας σημαίνει κάθε τι το ασυνήθιστο. Ένα ασύνηθες φαινόμενο, υπεργήινο, φοβερό, θαυμαστό, μέγα. Ένα γέννημα τερατώδες, όπως οι Γίγαντες, οι Κύκλωπες, ο Τυφώνας, οι Ερινύες, η Μέδουσα και τόσα άλλα, που διασώζει η ελληνική και η παγκόσμια μυθολογία, που η όψη του μας κόβει την ανάσα και μας δημιουργεί αποτροπιασμό. Είναι λοιπόν το κάθε τέρας σημείο τρομακτικό και απειλητικό. Δηλώνει κάτι το άσχημο, το απαράδεκτο, το ευρισκόμενο εκτός των κοινωνικών κανόνων, άρα και  μη αποδεκτό.  Γιατί στην παρουσία και μόνον του τ-έρατος σταματάει η επιθυμία, ο έρωτας,  το ἐρᾶν, η δημιουργία.  Διότι ο έρωτας είναι μοχλός δημιουργικότητας.  Αντίθετα το τέρας, το κάθε τέρας του μυθου και της πραγματικότητας σφραγίζει τις θύρες της φαντασίας και του ονείρου.

Μύθος  θα πει λόγος, ομιλία, συνομιλία, αγόρευση, υπόθεση, απόφθεγμα. Η ελληνική γλώσσα όμως έχει πολλές λέξεις για να δηλώσει την έννοια του λόγου, του ὁμιλεῖν. Αριθμήσαμε ήδη έξι και υπάρχουν κι άλλες συγγενείς έννοιες. Άρα κάτι άλλο υποκρύπτεται, κατά την γνώμη μας, κάτω από την λέξη μύθος.  Ανατρέχουμε λοιπόν στην ρίζα της λέξης που είναι μυ-, η οποία μας οδηγεί και στο ρήμα μύ-ω που σημαίνει κλείνω τα μάτια και το στόμα, κρατώ κλειστά τα μάτια και το στόμα και δεν μιλώ. Επίσης από την ίδια ρίζα έχουμε και το ρήμα μυέ-ω, μυῶ που σημαίνει κατηχώ, διδάσκω, από όπου και η λέξη μύηση, κατήχηση, διδασκαλία. Μοιραία λοιπόν καταλήγουμε  στο συμπέρασμα ότι μύθος σημαίνει τον μυητικό λόγο, τον λόγο τον θεϊκό. Γιατί τον θεϊκό λόγο μόνον  οι μυημένοι θνητοί μπορούν να τον ακούσουν, να τον γνωρίσουν και να τον καταλάβουν. Άλλωστε ο μύθος βιωνόταν κυρίως μέσα από το μυητικό θέατρο, το οποίο ήταν μέρος των μυστηρίων και βοηθούσε τον άνθρωπο να εξαγνίσει τον εαυτό του από τις ανάγκες των χοϊκών του στοιχείων, που τον οδηγούσαν προς τα κάτω, προς την γη. Συνεπώς μυθολογία σημαίνει συλλέγω και διηγούμαι θεϊκούς λόγους, τους οποίους διέσωσαν για μας τους ανθρώπους οι θεοί και διέδωσαν μέσω των μυστηρίων. Βεβαιώνεται έτσι το ενδιαφέρον και η αγάπη των ανθρώπων για τους μύθους. Επομένως με την ερμηνεία του μύθου ως μυητικού λόγου νομίζουμε ότι μπορούμε ουσιαστικότερα και βαθύτερα να προσεγγίσουμε την μυθολογία των λαών. Διότι ο ρόλος του μύθου αποβλέπει στην εναρμόνιση του ανθρώπου με τον εαυτό του και στην συνειδησιακή του εξέλιξη. Επιστήμονες, ψυχολόγοι, φιλόλογοι και ερευνητές σκύβουν θρησκευτικά επάνω στους μύθους, τους μελετούν και κρατώντας ο καθένας το δικό του κλειδί προσπαθεί να τους ξεκλειδώσει και να τους  ερμηνεύσει.  Πράξη που βεβαιώνει πως ο μύθος προσφέρει ένα πολυδύναμο πεδίο έρευνας, το οποίον επιδέχεται πολλές ερμηνείες σε πολλά επίπεδα. Γιατί κάθε μύθος είναι μια κοσμική, μια ψυχολογική αλλά και μια υλική πραγματικότητα.

Pablo Neruda, Αργοπεθαίνει (Muere lentamente)

 Το ποίημα.

Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει το βήμα του,
όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει
όποιος έχει την τηλεόραση για μέντωρα του

Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου
και τα διαλυτικά σημεία στο «ι» αντί τη δίνη της συγκίνησης
αυτήν ακριβώς που δίνει την λάμψη στα μάτια,
που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο,
που κάνει την καρδιά να κτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν «αναποδογυρίζει το τραπέζι» όταν δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του, για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω από ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του, να ξεγλιστρήσει απ’ τις πάνσοφες συμβουλές.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει το μεγαλείο μέσα του

Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν αφήνει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη κακή του τύχη
ή για τη βροχή την ασταμάτητη

Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει την ιδέα του πριν καν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει
ή δεν απαντά όταν τον ρωτάν για όσα ξέρει

Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντα πως για να ‘σαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής.

Μονάχα με μια φλογερή υπομονή
θα κατακτήσουμε την θαυμάσια ευτυχία.

Προσέγγιση

Για να μείνει κάποιος άνθρωπός ζωντανός, μας λέει ο ποιητής,  πρέπει να τολμήσει να αλλάξει κατά πρὠτον τις συνήθειές του. Να υιοθετήσει νέες συνήθειες, ικανές να δώσουν χρώμα στην ύπαρξή του αλλά και στον περίγυρό του.

Μια καλημέρα σε γνωστούς και αγνώστους, με πρόσωπο γελαστό και χαρούμενο, να νοστιμέψει και την ζωή των γύρω του.

Αφήνει  στην άκρη το κοντρόλ της τηλεόρασης, κλείνει την πόρτα στην εικονική πραγματικότητα και συνδέεται με την πραγματική ζωή.

Αντιμετωπίζει με θάρρος τα πάθη του, συγκλονίζεται και υποκύπτει σε ό,τι ταράσσει την μακαριότητά του.

Δεν αποφεύγει τα λάθη του. Τα αντιμετωπίζει με χαμόγελο και τα μετρά ως ευκαιρίες για πλουτισμό της ψυχής και του πνεύματός του. Τα λάθη του γίνονται μαθήματα ζωής.

Δεν εγκαταλείπει τα όνειρά του, τα κυνηγά και τα κάνει τμήμα της καθημερινότητάς του. Ονειρεύεται και δημιουργεί. Ταξιδεύει με κάθε ευκαιρία για να γνωρίσει καινούργιους τόπους και ανθρώπους.

Διαβάζει και συναντιέται μέσα στις σελίδες των βιβλίων με νέες ψυχές.

Ακούει μουσική και κάνει μεγάλα ταξίδια στο πεντάγραμμο μαζί με τις νότες.

Κρατάει την φλόγα του έρωτα ζωντανή, γιατί αυτή θρέφει τη φαντασία του.

Δεν παραπονιέται για τις δυσκολίες της ζωής του, δεν κλαίγεται, αν κάτι δεν πήγε καλά, αν κάποιο από τα όνειρά του τον ξεγέλασε και χάθηκε. Κάνει νέα όνειρα.

Δεν μιζεριάζει και δεν δηλητηριάζει την ζωή του και την ζωή των γύρω του.

Δεν αφήνεται, δεν εγκαταλείπεται, δεν επαναπαύεται. Συνεχώς ψάχνεται, προβληματίζεται, θέλει να μαθαίνει, δεν σταματά να ρωτά και να  μαθαίνει.

Γιατί γνωρίζει ότι ζωή δεν σημαίνει μόνον να ανασαίνεις. Είναι κάτι περισσότερο από μιαν ανάσα.

Ζωή είναι δράση.

Ο ποιητής

Ο Νεφταλί Ρικάρδο Ρέγιες Μπασσάλτο – όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Νερούντα- γεννήθηκε το 1904 στο Παρράλ της Χιλής. ‘Ηταν ένας από τους πιο σημαντικούς και παραγωγικούς ποιητές της Λατινικής Αμερικής, με περισσότερα από 30 βιβλία στο ενεργητικό του. Εντάχθηκε στους κόλπους του Κομμουνιστικού Κόμματος και αρκετά χρόνια αργότερα εκλέχτηκε γερουσιαστής. Αντιπροσώπευσε τη χώρα του ως διπλωμάτης από το 1926 ως το 1938 σε διάφορα μέρη της Άπω Ανατολής και της Ισπανίας, όπου έζησε από κοντά τον εμφύλιο.

Πίστευε ότι ο ποιητής οφείλει να συμμετέχει στα κοινά και δεν διαχώριζε την ποίηση από την πολιτική. Όταν το 1948 το Κομμουνιστικό Κόμμα κηρύχτηκε παράνομο, ο Νερούντα ταξίδεψε αρχικά στην Αργεντινή και αργότερα στη Σοβιετική Ένωση. Επέστρεψε στη Χιλή τέσσερα χρόνια αργότερα και το 1953 του απενεμήθη το Βραβείο Λένιν. Παράλληλα όμως με τα πολιτικοποιημένα ποιήματά του, ο Νερούντα έγραψε και μεγάλο αριθμό προσωπικών και οικείων ποιημάτων. Τα πιο ερωτικά από αυτά περιλαμβάνονται στη συλλογή «Εκατό ερωτικά σονέτα» και απευθύνονται στη Ματίλντε Ουρούτια, με την οποία άρχισε να συζεί το 1955.

Η φήμη του Χιλιανού ποιητή είχε απλωθεί σε όλο τον κόσμο και το 1971, περίοδος που ο Νερούντα ήταν πρεσβευτής στη Γαλλία, του απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Άλλα έργα του ποιητή είναι: «Η τρίτη κατοικία», «Κάντο Χενεράλ» (έργο που μελοποιήθηκε στην Ελλάδα από το Μίκη Θεοδωράκη), «Το αλλοπρόσαλλο βιβλίο», «Γήινη κατοικία», κ.ά.

Πέθανε το 1973 σε ηλικία 69 ετών και η κηδεία του ήταν το πρώτο ξέσπασμα των Χιλιανών εναντίον της δικτατορίας.