Το μαρτύριο της πείνας

Ο δασοκτόνος βασιλιάς της θεσσαλίας Ερυσίχθων και η τιμωρία του ως πληρωμή για το κακό που προξένησε σε ένα δέντρο και ένα δάσος.

Ας γνωρίσουμε τον Ερυσίχθονα. Και πρώτα ετυμολογικά. Το αρχαίο όνομα είναι σύνθετο. Το πρώτο συνθετικό (ερυσι) συνδέεται με το ρήμα ερύω=σύρω, σύρω επί του εδάφους, σύρω δια της βίας, τραβώ, καταρίπτω. Και το δεύτερο συνθετικό του ονόματος μας οδηγεί στη γνωστή λέξη χθων, χθονός = γη, έδαφος (π.χ. αυτόχθων=γηγενής). Συμπερασματικά λοιπόν λέμε ότι ο Ερυσίχθων είναι αυτός που με βία ρίχνει κάτι στο έδαφος. Με πιο απλά λόγια, συνδέεται με την καταστροφή της  μάνας γης.
Ο μύθος (= λόγος) λέει τα εξής: Ο Ερυσίχθων ήταν γιος του  βασιλιά της Θεσσαλίας Τρώπα.Ήταν εγωϊστής και περιφρονούσε τους γύρω του. Βέβηλος καθώς ήταν και άκαρδος (=άσοφος) πήγαινε στο δάσος και με ένα σιδερένιο λοστό χτυπούσε τα δέντρα, που τα είχαν σεβαστεί οι αιώνες, και τα πλήγωνε, αδιαφορώντας αν τα έκανε να πονούν.
Σε αυτό το δάσος ζούσε και ένας θεώρατος δρυς, που από μόνος του αποτελούσε ένα ολόκληρο δάσος, τόσο πλούσιος σε πράσινο και οξυγόνο ήταν. Μάλιστα οι κάτοικοι της περιοχής έστηναν γιορτές για χάρη αυτού του θεώρατου δρυ και του στόλιζαν τα κλαδιά με κορδέλες και γιρλάντες, ακόμη έγραφαν και στίχους, για να ευχαριστήσουν τον δρυ, αλλά και τη θεά Δήμητρα, που τους είχε χαρίσει αυτή τη φυσική ομορφιά και αυτόν τον πλούτο. Ο μόνος που δεν έδειχνε να συγκινείται από αυτόν τον δρυ, αλλά και το δάσος γενικότερα, ήταν ο ανίερος Ερυσίχθων. Για κάποιον  άγνωστο λόγο μια μέρα αποφάσισε να ρίξει κάτω τον δρυ, πιθανόν γιατί έτσι όπως τον έβλεπε να φαντάζει πλούσιος και δυνατός, αλλά χρήσιμος προς τους ανθρώπους, να πίστεψε πως του αφαιρεί μεγαλείο. Έτσι διέταξε τους δούλους του να πάνε με τσεκούρια και να κόψουν την αιωνόβια βελανιδιά. Όταν οι δούλοι βρέθηκαν μπροστά στο στολισμένο δέντρο και διάβασαν τα ωραία ποιήματα, που για χάρη της οι θνητοί είχαν συνθέσει, φοβήθηκαν και δεν προχώρησαν να χτυπήσουν το δέντρο, είπαν μάλιστα στο στυγερό Ερυσίχθονα πως θα έπρεπε να το ξανασκεφτεί, γιατί το δέντρο αυτό ήταν το αγαπημένο της θεάς Δήμητρας. Τότε ο ασεβής  βασιλιάς άρπαξε από ένα δούλο το πελέκι και έτσι μίλησε: «Δεν με νοιάζει αν έχει στην καρδιά της η Δήμητρα τον δρυ ή αν ο δρυς είναι η ίδια η Δήμητρα. Έτσι κι αλλιώς το αποφάσισα και θα πέσει στο χώμα η πράσινη κορυφή του». Και με το κοφτερό τσεκούρι άρχισε να χτυπάει τον κορμό του δέντρου. Κι ο δρυς τραντάχτηκε από τα χτυπήματα, βόγγηξε και χλώμιασαν τα βελανίδια, τα φύλλα και τα κλαδιά του. Από τις πληγές του άρχισε να τρέχει αίμα. Μόλις οι δούλοι είδαν το θέαμα μαρμάρωσαν από φόβο. Μάλιστα ένας από αυτούς δεν άντεξε, γύρισε, άρπαξε τον πέλεκυ από το ανόσιο χέρι του δολοφόνου και προσπάθησε να τον εμποδίσει. Τότε στράφηκε οργισμένος ο άπονος Θεσσαλός βασιλιάς και είπε στο δούλο: «Για τον ευλαβικό σου ζήλο τώρα θα λάβεις άξια πλερωμή». Και δίνει μια και κόβει με τον πέλεκυ πέρα για πέρα το κεφάλι του δούλου.  Κι αμέσως μετά με περισσότερη μανία συνέχισε να χτυπά το δέντρο. Τότε μέσα από την ψυχή του δέντρου ακούστηκε μια φωνή: «Είμαι νύμφη, αγαπημένη της Δήμητρας και ο δρυς που κόβεις είναι το άσυλό μου. Τρέμε, γιατί η φωνή μου πεθαίνοντας προλέει βαριά ποινή για το κακούργημά σου. Η τιμωρία σου δεν θα αργήσει και ο θάνατός σου θα είναι μια παρηγοριά για μένα, γιατί με αυτόν θα πληρώσεις το δικό μου θάνατο». Ο ασεβής γιος του Τρώπα δεν πτοήθηκε καθόλου από τα λόγια της νύμφης, αντίθετα συνέχισε να χτυπά με μανία τον δρυ. Τέλος, έδεσε με σκοινιά τα πιο ψηλά κλαδιά του δέντρου, τα τράβηξε με δύναμη και έριξε το θεώρατο δέντρο κάτω στη γη. Κι έπεσε ο δρυς και μαζί του συντρίφτηκε από κάτω του το μισό δάσος. Οι Δρυάδες νύμφες είδαν την προσβολή του δάσους σαν δική τους προσβολή. Οργίστηκαν. Έκλαψαν το θάνατο της αδελφής τους. Φόρεσαν πένθιμα ρούχα. Πήγαν στη Δήμητρα και την παρακάλεσαν να τιμωρήσει σκληρά τον ανόσιο Ερυσίχθονα. Η Δήμητρα κατένευσε στις παρακλήσεις τους και τρεμουλιάσανε οι σοδιές στα αυλάκια. Κι αμέσως ένας ανεμοστρόβιλος σηκώνεται και φέρνει την πείνα στο παλάτι του Ερυσίχθονα. Την απιθώνει μπροστά στο κατώφλι.  Και η πείνα σαν δασκαλεμένη ανοίγει τη θύρα του παλατιού και πάει ίσα στο κρεβάτι του ανόσιου, που κοιμάται ύπνο βαθύ, χωρίς ίχνος ανησυχίας για το έγκλημα που μόλις έχει διαπράξει. Η πείνα τον σκεπάζει με τα φτερά της και φυσάει το τρισφαρμακωμένο χνώτο της πάνω του. Γεμίζει με την βρωμερή ανάσα της το στόμα, το λαρύγγι και το στήθος του Θεσσαλού βασιλιά. Και κατά διαταγή της Δήμητρας σκάβει και φυτεύει βαθιά μέσα στα σωθικά του τη λιγούρα. Κατόπιν έχοντας εκπληρώσει τις εντολές γυρίζει και φεύγει για το άντρο της.
Ξυπνάει από το γλυκό του ύπνο ο Ερυσιχθων και αμέσως ζητά να φάει. Και αρχίζει έτσι το μεγάλο του μαρτύριο. Ζητά και ξαναζητά φαγητό, τρώει και ξανατρώει και χορταμό δεν έχει. Πολύ γρήγορα η πατρική κληρονομιά και τα τεράστια πλούτη γίνονται φαγητό, που δεν μπορεί όμως να κορέσει το απύλωτο στομάχι του. Το μαρτύριο της πείνας του έγινε αβάσταχτο. Δεν είχε τίποτε άλλο να πουλήσει για να αγοράσει τροφή και πούλησε σκλάβα τη μοναχοκόρη του. Τέλος έφαγε τα ίδια του τα μέλη και τρομερά ακόμη πεινασμένος ταξίδεψε για τον Άδη. Άξιος ο μισθός του για το κακό που έκανε στο δάσος και την ανθρωπότητα.
Γιατί άραγε στάθηκα σε αυτό τον μύθο; Γιατί έχει να μας διδάξει πολλά με σαφήνεια και καθαρότητα. Καίγοντας τα δάση, γινόμαστε δολοφόνοι της πανίδας και της χλωρίδας, που μας τρέφει. Γρήγορα, με τους ρυθμούς που καταστρέφουμε το φυσικό μας πλούτο θα πεινάσουμε. Γιατί αυτό που μας τρέφει είναι η φύση και όχι η τεχνολογία. Πατάτες και κολοκυθάκια, μελιτζάνες και φασολάκια, γάλα και τυρί και τα συναφή τρώμε. Δεν τρώμε ηλεκτρικές σκούπες, πλυντήρια, αυτοκίνητα ή  άλλα είδη της τεχνολογίας.   Φοβάμαι πως η τιμωρία που μας περιμένει θα είναι παραδειγματική.
Ξέρετε πόσοι θνητοί τιμωρήθηκαν σκληρά στον ζωή και τον Άδη, επειδή παράκουσαν τις εντολές της φύσης; Αλλά πάνω σε αυτό θα ξαναμιλήσουμε σύντομα.